Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Chance
tʃæns
Εξαιρετικά Κοινό
600 - 700
600 - 700
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
ευκαιρία (efkería), πιθανότητα (pithanótita), τύχη (týchi), ευκαιρία (efkería) να κάνεις κάτι
Σημασίες του Chance στα ελληνικά
ευκαιρία (efkería)
Παράδειγμα:
I had a chance to meet her yesterday.
Είχα μια ευκαιρία να τη συναντήσω χθες.
Don't miss this chance to learn something new!
Μην χάσεις αυτή την ευκαιρία να μάθεις κάτι νέο!
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used when talking about opportunities or possibilities.
Σημείωση: This meaning emphasizes the idea of an opportunity that can be taken advantage of.
πιθανότητα (pithanótita)
Παράδειγμα:
There is a chance of rain tomorrow.
Υπάρχει πιθανότητα βροχής αύριο.
What are the chances of winning the lottery?
Ποιες είναι οι πιθανότητες να κερδίσεις το λαχείο;
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used in contexts involving probabilities and likelihoods.
Σημείωση: This meaning refers to statistical or mathematical probabilities.
τύχη (týchi)
Παράδειγμα:
She had a lucky chance at finding the lost ring.
Είχε μια τυχερή τύχη να βρει το χαμένο δαχτυλίδι.
He took a chance and applied for the job.
Πήρε μια τύχη και υπέβαλε αίτηση για τη δουλειά.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used when referring to luck or taking a risk.
Σημείωση: This meaning relates more to the element of luck or fate in a situation.
ευκαιρία (efkería) να κάνεις κάτι
Παράδειγμα:
Do you want a chance to speak at the conference?
Θέλεις μια ευκαιρία να μιλήσεις στο συνέδριο;
He got a chance to travel abroad for his studies.
Έλαβε την ευκαιρία να ταξιδέψει στο εξωτερικό για τις σπουδές του.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used when discussing opportunities to perform actions or tasks.
Σημείωση: This is a specific usage of 'chance' relating to performing actions.
Συνώνυμα του Chance
opportunity
Opportunity refers to a favorable circumstance or a chance for advancement or progress.
Παράδειγμα: This job interview is a great opportunity for you to showcase your skills.
Σημείωση: While chance can imply randomness or luck, opportunity often implies a situation that is advantageous or promising.
possibility
Possibility indicates that something may happen or be true, but it is not certain.
Παράδειγμα: There is a possibility of rain later this afternoon.
Σημείωση: Chance can refer to a probability or likelihood of something happening, while possibility emphasizes the potential for something to occur.
likelihood
Likelihood suggests the chance or probability of something happening.
Παράδειγμα: There is a high likelihood of success if we follow this strategy.
Σημείωση: Chance can be more general, while likelihood specifically indicates the probability of an event occurring.
prospect
Prospect refers to the possibility or likelihood of something happening in the future.
Παράδειγμα: There is a bright prospect of expanding our business into new markets.
Σημείωση: While chance can refer to a random event, prospect often implies a future potential or expectation.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Chance
Second chance
Refers to an opportunity to try again or make amends after a previous failure or mistake.
Παράδειγμα: He's grateful for the second chance his boss gave him to prove himself.
Σημείωση: The phrase 'second chance' specifically implies getting another opportunity after a previous failure or missed opportunity.
Take a chance
Means to take a risk or try something despite uncertainty about the outcome.
Παράδειγμα: I decided to take a chance and apply for the job, even though I didn't meet all the qualifications.
Σημείωση: While 'chance' generally refers to a possibility or probability, 'take a chance' involves actively choosing to take a risk or try something uncertain.
By chance
Indicates that something happened unexpectedly or without planning.
Παράδειγμα: I ran into my old friend at the grocery store by chance.
Σημείωση: This phrase emphasizes the element of coincidence or randomness in the occurrence, as opposed to a deliberate action or intention.
Fat chance
Expresses skepticism or doubt about the likelihood of something happening.
Παράδειγμα: Fat chance of getting a raise this year with the company's financial situation.
Σημείωση: In this idiom, 'fat chance' sarcastically suggests that the possibility of the mentioned event occurring is extremely unlikely.
Last chance
Indicates that there will be no further opportunities after the current one.
Παράδειγμα: This is your last chance to hand in your assignment before the deadline.
Σημείωση: Unlike 'chance,' 'last chance' emphasizes that this is the final opportunity available, often implying consequences if not taken.
Game of chance
Refers to an activity or situation in which the outcome is primarily determined by luck rather than skill.
Παράδειγμα: Playing the lottery is a game of chance where luck determines the winner.
Σημείωση: While 'chance' can refer to any possibility or opportunity, 'game of chance' specifically refers to activities involving luck or probability.
Take one's chances
Means to accept the risks involved in a situation and proceed regardless of the uncertainty.
Παράδειγμα: She decided to take her chances and go backpacking through Europe alone.
Σημείωση: This phrase indicates a willingness to face the unpredictable outcomes or risks that come with a particular course of action.
Stand a chance
Means to have a possibility or likelihood of success in a given situation.
Παράδειγμα: With her qualifications, she stands a good chance of getting the job.
Σημείωση: This idiom highlights the potential for success or favorable outcome, contrasting with the broader concept of 'chance' as a general possibility.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Chance
Slim chance
Slim chance means a very small or unlikely possibility of something happening.
Παράδειγμα: There's a slim chance of winning the lottery.
Σημείωση: The term slim chance emphasizes the low probability more than just saying 'chance'.
Snowball's chance in hell
This slang term implies that the possibility of something happening is extremely low or impossible.
Παράδειγμα: He has a snowball's chance in hell of getting that promotion.
Σημείωση: It uses a vivid metaphor to signify an almost non-existent chance rather than just saying 'chance'.
Off chance
Off chance refers to a slight or unlikely possibility, often when not expected.
Παράδειγμα: I'll check the store on the off chance they have the book I want.
Σημείωση: It indicates a more casual and unexpected possibility compared to a usual 'chance'.
Outside chance
Outside chance denotes a small possibility of something happening, usually unexpected.
Παράδειγμα: There's an outside chance they might cancel the meeting.
Σημείωση: It implies a less predictable or mainstream likelihood compared to a regular 'chance'.
Barely a chance
Barely a chance indicates an extremely small or minimal possibility of something occurring.
Παράδειγμα: That plan has barely a chance of success without proper funding.
Σημείωση: It emphasizes the almost non-existent probability more than just saying 'chance'.
Chance - Παραδείγματα
There's a chance of rain tomorrow.
Υπάρχει πιθανότητα βροχής αύριο.
I didn't have a chance to say goodbye.
Δεν είχα την ευκαιρία να πω αντίο.
It was just a lucky chance that I found the key.
Ήταν απλώς μια τυχερή ευκαιρία που βρήκα το κλειδί.
Γραμματική του Chance
Chance - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: chance
Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): chance
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): chances, chance
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): chance
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): chanced
Ρήμα, μετοχή παρακειμένου (Verb, past participle): chanced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): chancing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): chances
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): chance
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): chance
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
chance περιέχει 1 συλλαβές: chance
Φωνητική μεταγραφή: ˈchan(t)s
chance , ˈchan(t)s (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Chance - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
chance: 600 - 700 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.