Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Effect
əˈfɛkt
Εξαιρετικά Κοινό
200 - 300
200 - 300
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
επίδραση (epídrasi), αποτέλεσμα (apotélesma), εντύπωση (entýposi), αποδοχή (apodokí), επίδραση (epídrasi) σε μια κατάσταση (situation)
Σημασίες του Effect στα ελληνικά
επίδραση (epídrasi)
Παράδειγμα:
The new law had a significant effect on public behavior.
Ο νέος νόμος είχε σημαντική επίδραση στη δημόσια συμπεριφορά.
The medication can have side effects.
Το φάρμακο μπορεί να έχει παρενέργειες.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in scientific, legal, or academic discussions to describe the influence of one thing on another.
Σημείωση: Commonly used in formal contexts; can refer to both positive and negative influences.
αποτέλεσμα (apotélesma)
Παράδειγμα:
The effect of the experiment was surprising.
Το αποτέλεσμα του πειράματος ήταν εκπληκτικό.
What was the effect of the decision?
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα της απόφασης;
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Often used in discussions about outcomes in scientific, academic, or decision-making scenarios.
Σημείωση: Focuses on the outcome of an action or event.
εντύπωση (entýposi)
Παράδειγμα:
The movie had a lasting effect on the audience.
Η ταινία είχε μια διαρκή εντύπωση στο κοινό.
Her speech made a strong effect on everyone present.
Η ομιλία της έκανε ισχυρή εντύπωση σε όλους τους παρόντες.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used to describe emotional or psychological impacts, often in casual conversation.
Σημείωση: This meaning emphasizes feelings and impressions rather than measurable outcomes.
αποδοχή (apodokí)
Παράδειγμα:
The effect of the new policy was well received.
Η αποδοχή της νέας πολιτικής ήταν θετική.
There was a positive effect from the community's support.
Υπήρξε θετική αποδοχή από την υποστήριξη της κοινότητας.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used to indicate acceptance or approval of something, often in discussions about social or organizational changes.
Σημείωση: Can reflect both positive and negative receptions.
επίδραση (epídrasi) σε μια κατάσταση (situation)
Παράδειγμα:
The economic effects of the pandemic are still being analyzed.
Οι οικονομικές επιδράσεις της πανδημίας αναλύονται ακόμα.
The environmental effects of pollution are severe.
Οι περιβαλλοντικές επιδράσεις της ρύπανσης είναι σοβαρές.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Primarily used in discussions related to environmental, economic, or social issues.
Σημείωση: Specifically highlights the impact on systems or situations.
Συνώνυμα του Effect
impact
Impact refers to a strong effect or influence that something has on someone or something.
Παράδειγμα: The new policy had a significant impact on the company's profits.
Σημείωση: Impact often implies a more forceful or noticeable effect than the word 'effect'.
result
Result indicates the outcome or consequence of a particular action or event.
Παράδειγμα: The heavy rain resulted in flooding in several areas.
Σημείωση: Result is more specific in focusing on the outcome rather than the general influence like 'effect'.
outcome
Outcome refers to the final result or consequence of a series of actions or events.
Παράδειγμα: The outcome of the negotiations was a mutually beneficial agreement.
Σημείωση: Outcome is similar to 'result' but often emphasizes the final consequence or end point.
consequence
Consequence denotes a result or effect that follows as a natural or logical outcome of an action.
Παράδειγμα: The decision to cut costs had serious consequences for the employees.
Σημείωση: Consequence often implies a cause-and-effect relationship more explicitly than 'effect'.
influence
Influence refers to the capacity to have an effect on the character, development, or behavior of someone or something.
Παράδειγμα: Her speech had a powerful influence on public opinion.
Σημείωση: Influence focuses more on the ability to produce an effect rather than the effect itself.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Effect
Take effect
To start to produce the intended result or influence.
Παράδειγμα: The new law will take effect next month.
Σημείωση: The phrase emphasizes the beginning of an action or process resulting from a cause.
In effect
Essentially or practically, though not officially.
Παράδειγμα: The policy, in effect, means higher taxes for everyone.
Σημείωση: This phrase indicates the practical implementation or consequence of something, rather than the direct cause.
Cause and effect
The relationship between actions or events where one is the result of the other.
Παράδειγμα: Understanding the cause and effect of climate change is crucial.
Σημείωση: It refers to the concept of one event (cause) leading to another (effect) in a logical sequence.
Special effects
Visual or sound effects added to create a particular illusion or scene.
Παράδειγμα: The movie's special effects were stunning.
Σημείωση: Refers to the techniques used in filmmaking to enhance scenes, rather than the general impact or result.
The butterfly effect
The concept that small causes can have large effects in complex systems.
Παράδειγμα: The idea of the butterfly effect suggests that small actions can have far-reaching consequences.
Σημείωση: It highlights the disproportionate impact of small initial changes on a larger system.
Side effect
An unintended consequence of a treatment or action, often negative.
Παράδειγμα: The medication has some unpleasant side effects.
Σημείωση: Focuses on the additional outcomes, especially negative ones, that occur alongside the main intended result.
Echo effect
Repetition or reflection of sound, creating a delayed auditory effect.
Παράδειγμα: The echo effect in the concert hall made the music sound ethereal.
Σημείωση: It describes the sound phenomenon of echoes, distinct from the general impact or influence of something.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Effect
Have an effect on
This phrase is a more casual way of saying that something influences or impacts someone or something else.
Παράδειγμα: His words really have an effect on her emotions.
Σημείωση: This slang term is more conversational and informal compared to the formal term 'affect.'
Get the desired effect
To achieve the intended or expected outcome or result.
Παράδειγμα: Make sure to follow the instructions exactly to get the desired effect.
Σημείωση: This slang phrase focuses on achieving a specific outcome, while the word 'effect' alone refers to a result or consequence.
Have a ripple effect
Refers to a situation where a primary event causes a series of secondary events or effects.
Παράδειγμα: The economic policy changes can have a ripple effect on various industries.
Σημείωση: The term 'ripple effect' emphasizes the continuous and spreading nature of consequences, while 'effect' alone denotes a singular result.
Kick in
To start to have an effect or become effective, especially in relation to drugs or medication.
Παράδειγμα: The medicine will take about 30 minutes to kick in.
Σημείωση: This slang term implies a sudden or noticeable impact, unlike the broader concept conveyed by 'effect' alone.
Carry weight
To have influence or significance, often in a particular context or situation.
Παράδειγμα: Her opinion really carries weight in this discussion.
Σημείωση: While 'effect' can refer to any kind of impact, 'carry weight' typically emphasizes authority or persuasive power.
Pack a punch
To have a strong or significant effect; deliver a powerful impact.
Παράδειγμα: This new software update really packs a punch in terms of performance.
Σημείωση: This slang term emphasizes the intensity or strength of the effect, contrasting with the more neutral connotation of 'effect.'
Hit home
To affect someone deeply on an emotional level; to resonate with someone.
Παράδειγμα: His words really hit home and made me reconsider my actions.
Σημείωση: This phrase highlights the personal and emotional impact on an individual, unlike the broader concept encompassed by 'effect.'
Effect - Παραδείγματα
The medicine had a positive effect on her health.
Το φάρμακο είχε θετική επίδραση στην υγεία της.
The decision will have serious consequences for the company.
Η απόφαση θα έχει σοβαρές συνέπειες για την εταιρεία.
His speech had a great impact on the audience.
Η ομιλία του είχε μεγάλη επίδραση στο κοινό.
Γραμματική του Effect
Effect - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: effect
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): effects, effect
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): effect
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): effected
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): effecting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): effects
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): effect
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): effect
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
effect περιέχει 2 συλλαβές: ef • fect
Φωνητική μεταγραφή: i-ˈfekt
ef fect , i ˈfekt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Effect - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
effect: 200 - 300 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.