Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Evidence
ˈɛvədəns
Εξαιρετικά Κοινό
400 - 500
400 - 500
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
απόδειξη, δειγμα, μαρτυρία, σημάδι
Σημασίες του Evidence στα ελληνικά
απόδειξη
Παράδειγμα:
The lawyer presented evidence to support her case.
Η δικηγόρος παρουσίασε αποδείξεις για να υποστηρίξει την υπόθεσή της.
There is no evidence that he was at the scene.
Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ήταν στη σκηνή.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Legal, scientific, academic contexts.
Σημείωση: This is the most commonly used meaning of 'evidence' in formal contexts. It refers to data or facts that support a claim or argument.
δειγμα
Παράδειγμα:
The experiment provided evidence of the theory.
Το πείραμα παρείχε δείγμα της θεωρίας.
He showed evidence of his skills through his work.
Έδειξε δείγμα των ικανοτήτων του μέσω της δουλειάς του.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Scientific, educational, or casual discussions.
Σημείωση: This meaning conveys a sense of a sample or indication of something, often used in research or evaluation contexts.
μαρτυρία
Παράδειγμα:
Her testimony was key evidence in the trial.
Η μαρτυρία της ήταν βασική απόδειξη στη δίκη.
Witnesses provided evidence about the event.
Οι μάρτυρες παρείχαν μαρτυρία για το γεγονός.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Legal contexts, particularly in trials.
Σημείωση: This term refers specifically to evidence provided by a witness, emphasizing the personal account aspect.
σημάδι
Παράδειγμα:
The footprints were evidence of someone being there.
Τα αποτυπώματα ήταν σημάδι ότι κάποιος είχε βρεθεί εκεί.
His smile was evidence of his happiness.
Το χαμόγελό του ήταν σημάδι της ευτυχίας του.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Everyday conversations, observations.
Σημείωση: This meaning is more general and can refer to any indication or sign of something, often used in casual discussions.
Συνώνυμα του Evidence
proof
Proof refers to evidence or information that shows something is true or valid.
Παράδειγμα: The fingerprints on the weapon were crucial proof in solving the case.
Σημείωση: Proof is often more concrete and definitive than evidence, suggesting a higher level of certainty.
confirmation
Confirmation is evidence that supports or verifies a fact or belief.
Παράδειγμα: The DNA test provided confirmation of the suspect's identity.
Σημείωση: Confirmation implies a higher degree of certainty or validation compared to evidence.
indication
Indication refers to a sign or signal that suggests something is true or likely to happen.
Παράδειγμα: The sudden drop in temperature was an indication that winter was approaching.
Σημείωση: Indication is often a subtle or indirect form of evidence, hinting at a possibility rather than proving it outright.
sign
A sign is a visible or noticeable indication of something.
Παράδειγμα: The dark clouds were a sign that a storm was approaching.
Σημείωση: A sign can be more visual or observable compared to evidence, which can encompass a broader range of supporting information.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Evidence
Circumstantial evidence
Circumstantial evidence is evidence that suggests a fact is true but does not prove it directly.
Παράδειγμα: The prosecution presented circumstantial evidence linking the suspect to the crime scene.
Σημείωση: Circumstantial evidence indirectly implies a conclusion rather than directly proving it.
Hard evidence
Hard evidence refers to evidence that is definitive and irrefutable, providing strong support for a claim.
Παράδειγμα: The detective needed hard evidence to make an arrest in the case.
Σημείωση: Hard evidence is solid and undeniable proof, unlike general evidence which may be open to interpretation.
Tangible evidence
Tangible evidence is physical evidence that can be touched or seen.
Παράδειγμα: The fingerprints found at the crime scene were tangible evidence of the suspect's presence.
Σημείωση: Tangible evidence refers to concrete, physical proof, contrasting with abstract or subjective evidence.
Anecdotal evidence
Anecdotal evidence is based on personal accounts or stories rather than scientific analysis or facts.
Παράδειγμα: While interesting, anecdotal evidence may not always be reliable in a court of law.
Σημείωση: Anecdotal evidence relies on personal experiences or observations, which may not be universally applicable or verifiable.
Direct evidence
Direct evidence is evidence that directly proves a fact, without the need for inference or interpretation.
Παράδειγμα: The video recording of the incident provided direct evidence of what happened.
Σημείωση: Direct evidence explicitly and conclusively demonstrates a fact, unlike circumstantial evidence which implies a conclusion.
Incriminating evidence
Incriminating evidence is evidence that suggests a person's guilt or involvement in a crime.
Παράδειγμα: The discovery of the murder weapon was crucial incrminating evidence in the trial.
Σημείωση: Incriminating evidence points towards someone's culpability, unlike neutral evidence that does not indicate guilt or innocence.
Forensic evidence
Forensic evidence is scientific evidence obtained through the application of forensic techniques and analysis.
Παράδειγμα: The forensic evidence collected at the scene helped solve the mystery.
Σημείωση: Forensic evidence involves specialized scientific methods to gather and interpret evidence, particularly in legal or criminal investigations.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Evidence
Clues
Clues are pieces of evidence that help solve a mystery or crime.
Παράδειγμα: The detectives examined the clues left at the crime scene.
Σημείωση: Clues are specific pieces of evidence that lead to a conclusion.
Signs
Signs are physical evidence or marks that indicate a particular situation.
Παράδειγμα: There were signs of a struggle in the room.
Σημείωση: Signs are more visual or physical manifestations of evidence.
Cues
Cues are subtle signals or indications that can be used as evidence.
Παράδειγμα: Her nervous demeanor gave off subtle cues that she was not being truthful.
Σημείωση: Cues are often non-verbal hints or signals rather than direct evidence.
Pointers
Pointers are indications or clues that suggest a particular direction or conclusion.
Παράδειγμα: The report provided several pointers towards the suspect's involvement.
Σημείωση: Pointers give a sense of direction or guidance in interpreting evidence.
Traces
Traces are small amounts or signs of a substance or presence left behind.
Παράδειγμα: There were traces of blood on the victim's clothing.
Σημείωση: Traces are remnants or small amounts of evidence that indicate a past presence.
Evidence - Παραδείγματα
Evidence suggests that the suspect was at the scene of the crime.
Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι ο ύποπτος ήταν στη σκηνή του εγκλήματος.
The DNA sample is a crucial piece of evidence in the investigation.
Το δείγμα DNA είναι ένα κρίσιμο κομμάτι στοιχείων στην έρευνα.
There is no evidence to support the claim that vaccines cause autism.
Δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν την αξίωση ότι τα εμβόλια προκαλούν αυτισμό.
Γραμματική του Evidence
Evidence - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: evidence
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): evidences, evidence
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): evidence
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): evidenced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): evidencing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): evidences
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): evidence
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): evidence
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
evidence περιέχει 3 συλλαβές: ev • i • dence
Φωνητική μεταγραφή: ˈe-və-dən(t)s
ev i dence , ˈe və dən(t)s (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Evidence - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
evidence: 400 - 500 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.