Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Face
feɪs
Εξαιρετικά Κοινό
600 - 700
600 - 700
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
πρόσωπο (prósopo), όψη (ópsi), αντιμετωπίζω (antimetopízo), προσωπικότητα (prosopikotita)
Σημασίες του Face στα ελληνικά
πρόσωπο (prósopo)
Παράδειγμα:
She has a beautiful face.
Έχει ένα όμορφο πρόσωπο.
He turned his face to the wall.
Γύρισε το πρόσωπό του στον τοίχο.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used in everyday language to refer to a person's face.
Σημείωση: This is the most common meaning of 'face' and refers to the front part of the head.
όψη (ópsi)
Παράδειγμα:
The building has a modern face.
Το κτίριο έχει μια σύγχρονη όψη.
The project has a new face now.
Το έργο έχει μια νέα όψη τώρα.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in architecture or when describing the appearance of objects.
Σημείωση: This meaning refers to the surface or exterior aspect of something, not limited to human faces.
αντιμετωπίζω (antimetopízo)
Παράδειγμα:
We need to face our challenges.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις μας.
He faced his fears bravely.
Αντιμετώπισε τους φόβους του θαρραλέα.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used when discussing confronting situations or difficulties.
Σημείωση: This meaning refers to the action of confronting or dealing with something.
προσωπικότητα (prosopikotita)
Παράδειγμα:
His face shows his personality.
Το πρόσωπό του δείχνει την προσωπικότητά του.
Her face expresses her emotions.
Το πρόσωπό της εκφράζει τα συναισθήματά της.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used in discussions about how a person's facial expressions convey feelings or character.
Σημείωση: This meaning highlights the connection between facial expressions and personal traits.
Συνώνυμα του Face
countenance
Countenance refers to a person's facial expression or demeanor.
Παράδειγμα: He had a stern countenance that intimidated others.
Σημείωση: Countenance is more formal and literary than 'face'.
visage
Visage refers to a person's facial features or appearance.
Παράδειγμα: Her visage reflected a mixture of emotions.
Σημείωση: Visage is a more poetic or literary term for 'face'.
facial features
Facial features refer to the distinct characteristics of a person's face.
Παράδειγμα: She had delicate facial features that made her stand out in a crowd.
Σημείωση: Facial features focus more on the specific attributes of the face rather than the face as a whole.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Face
Face the music
To confront a difficult or unpleasant situation and accept the consequences of one's actions.
Παράδειγμα: After making a mistake, it's time to face the music and accept the consequences.
Σημείωση: The phrase 'face the music' uses 'face' metaphorically to mean confronting or dealing with something rather than referring to the physical body part.
Save face
To avoid embarrassment or preserve one's dignity in a challenging situation.
Παράδειγμα: He apologized to save face in front of his colleagues.
Σημείωση: In this idiom, 'face' is used to represent one's reputation or honor rather than the physical face.
Face the facts
To accept the truth of a situation, especially when it is unpleasant or difficult.
Παράδειγμα: It's time to face the facts that the project is behind schedule.
Σημείωση: Here, 'face' is used to mean confronting or acknowledging the reality of a situation.
In your face
Used to describe something done openly or directly to someone in a way that is intended to show off or provoke a reaction.
Παράδειγμα: She won the game and waved the trophy in your face.
Σημείωση: This phrase uses 'face' to indicate a direct confrontation or challenge, rather than referring to the physical face.
Face value
Accepting something as it appears on the surface without deeper analysis or suspicion.
Παράδειγμα: He took her words at face value and didn't question her sincerity.
Σημείωση: In this context, 'face' refers to the surface appearance or initial impression of something.
Long face
An expression or look of sadness, disappointment, or gloom.
Παράδειγμα: She had a long face after hearing the bad news.
Σημείωση: Here, 'face' is used metaphorically to describe a person's expression or demeanor rather than the physical face itself.
Lose face
To suffer a loss of respect, dignity, or reputation, especially in public or in front of others.
Παράδειγμα: He didn't want to lose face in front of his peers, so he worked hard to succeed.
Σημείωση: In this idiom, 'face' represents one's honor, reputation, or dignity rather than the physical face.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Face
Facepalm
To cover one's face with the palm of one's hand as an expression of embarrassment, frustration, or disbelief.
Παράδειγμα: I made a silly mistake and all I could do was facepalm.
Σημείωση: The term 'facepalm' is a gesture that involves physically touching one's face with the palm of one's hand, unlike the original word 'face,' which refers to the front part of the head.
On Facebook
To refer to the social media platform Facebook, specifically when discussing activities or information shared on the platform.
Παράδειγμα: Did you see my post on Facebook about the concert?
Σημείωση: In this context, 'Facebook' is used as a specific reference to the social media platform, whereas 'face' refers to the front part of the head.
Facetime
To have a video chat using Apple's FaceTime application or video calling in general.
Παράδειγμα: Let's facetime later to discuss the project.
Σημείωση: 'Facetime' is a specific term referring to a video communication software or activity, while 'face' has a broader meaning of the front part of the head.
Egg on your face
To be embarrassed or humiliated by one's own mistake or incorrect assumption.
Παράδειγμα: He thought he was right, but when he realized he was wrong, he had egg on his face.
Σημείωση: The phrase 'egg on your face' is a metaphorical expression denoting embarrassment, while 'face' refers to the front part of the head.
Faceoff
A confrontation or competition that involves direct interaction, often in a competitive setting.
Παράδειγμα: The two teams had an intense faceoff on the ice.
Σημείωση: 'Faceoff' is a term used in sports or competitive scenarios to describe a direct confrontation, contrasting with the original word 'face' denoting the front part of the head.
Stone-faced
To have a facial expression that shows no emotion, often appearing serious or unresponsive.
Παράδειγμα: Even in the most serious situations, she remained stone-faced.
Σημείωση: 'Stone-faced' describes a specific facial expression lacking emotion, in contrast to 'face' which refers to the entire front part of the head.
Face - Παραδείγματα
His face turned red when he saw her.
Το πρόσωπό του έγινε κόκκινο όταν την είδε.
I can't remember her face.
Δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπό της.
We will have to face the consequences of our actions.
Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες των πράξεών μας.
Γραμματική του Face
Face - Ρήμα (Verb) / Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present)
Λήμμα: face
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): faces, face
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): face
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): faced
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): facing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): faces
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): face
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): face
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
face περιέχει 1 συλλαβές: face
Φωνητική μεταγραφή: ˈfās
face , ˈfās (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Face - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
face: 600 - 700 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.