Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά

Generally

ˈdʒɛn(ə)rəli
Εξαιρετικά Κοινό
800 - 900
800 - 900
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.

γενικά, κατά κανόνα, συνήθως

Σημασίες του Generally στα ελληνικά

γενικά

Παράδειγμα:
Generally, I prefer coffee over tea.
Γενικά, προτιμώ τον καφέ από το τσάι.
The weather is generally mild in spring.
Ο καιρός είναι γενικά ήπιος την άνοιξη.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used in everyday conversation to express an overall tendency or preference.
Σημείωση: This form is widely used in both spoken and written Greek.

κατά κανόνα

Παράδειγμα:
Generally speaking, we should be cautious.
Κατά κανόνα, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.
Generally, this rule applies to everyone.
Κατά κανόνα, αυτός ο κανόνας ισχύει για όλους.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Often used in formal writing or speeches to introduce a generalization.
Σημείωση: This expression is more formal and may be used in academic or professional contexts.

συνήθως

Παράδειγμα:
I generally go to the gym in the evening.
Συνήθως πηγαίνω στο γυμναστήριο το βράδυ.
He is generally on time for meetings.
Συνήθως είναι στην ώρα του για τις συναντήσεις.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Commonly used in spoken language to indicate frequency or habit.
Σημείωση: This word is often used to describe habits or routines.

Συνώνυμα του Generally

usually

Typically or most often; under normal conditions.
Παράδειγμα: I usually go for a run in the morning.
Σημείωση: Similar in meaning to 'generally,' but 'usually' implies a higher frequency or regularity.

broadly

In a wide or general way; not detailed or specific.
Παράδειγμα: The project was broadly successful, with a few minor setbacks.
Σημείωση: Similar to 'generally,' but 'broadly' suggests a wider scope or perspective.

commonly

Frequently or typically; in a way that is usual or familiar.
Παράδειγμα: It is commonly known that exercise is good for health.
Σημείωση: Similar to 'generally,' but 'commonly' emphasizes something that is widely accepted or recognized.

ordinarily

In the usual or normal course of events; typically.
Παράδειγμα: Ordinarily, I would take the bus to work, but today I decided to walk.
Σημείωση: Similar to 'generally,' but 'ordinarily' suggests what is expected or usual in a given situation.

Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Generally

In general

This phrase is used to introduce a statement that is true in most cases or overall.
Παράδειγμα: In general, I prefer to eat healthy food.
Σημείωση: Similar in meaning to 'generally', but more formal and often used to make a general statement.

By and large

This means generally or on the whole; mostly.
Παράδειγμα: By and large, the project was a success.
Σημείωση: It is a more informal way of saying 'generally'.

Broadly speaking

Used to indicate a general statement that may not be true in every detail.
Παράδειγμα: Broadly speaking, the economy is doing well.
Σημείωση: It emphasizes a wide or general perspective, similar to 'generally' but with a broader scope.

For the most part

This phrase means mostly or usually.
Παράδειγμα: For the most part, I enjoy my job.
Σημείωση: It implies that there may be exceptions, similar to 'generally' but with a hint of variability.

On the whole

Refers to considering all aspects of a situation; overall.
Παράδειγμα: On the whole, the event was a success.
Σημείωση: It implies a comprehensive view, similar to 'generally' but with a stronger sense of totality.

In the main

Means for the most part or mainly.
Παράδειγμα: In the main, she is happy with her decision.
Σημείωση: It is a more formal way of saying 'generally'.

As a rule

This phrase means as a general principle or standard practice.
Παράδειγμα: As a rule, I try to exercise every day.
Σημείωση: It suggests a habitual or customary action, similar to 'generally' but with a stronger sense of normativity.

Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Generally

typically

This term signifies what is expected or considered normal in a particular situation.
Παράδειγμα: Typically, she likes to take a walk in the evening.
Σημείωση: It suggests a pattern or behavior that is standard for a specific circumstance.

mostly

This term indicates a large part or majority of something.
Παράδειγμα: I mostly eat at home rather than going out.
Σημείωση: It emphasizes the predominant portion of a situation or action.

in the majority of cases

This phrase suggests that something is true most times, with few exceptions.
Παράδειγμα: In the majority of cases, students find the course challenging.
Σημείωση: It highlights a high likelihood of a situation occurring but acknowledges the possibility of variation.

as a general rule

This phrase sets a standard or common practice.
Παράδειγμα: As a general rule, we avoid discussing politics at the dinner table.
Σημείωση: It establishes a customary guideline or norm for a specific context.

in most instances

This expression suggests that something is true in the majority of examples.
Παράδειγμα: In most instances, people tend to arrive early for appointments.
Σημείωση: It points out a prevalence of an outcome in various situations or cases.

Generally - Παραδείγματα

Generally speaking, I prefer tea over coffee.
Γενικά μιλώντας, προτιμώ το τσάι από τον καφέ.
The weather is generally nice in this area.
Ο καιρός είναι γενικά καλός σε αυτή την περιοχή.
Generally, people tend to procrastinate.
Γενικά, οι άνθρωποι τείνουν να αναβάλλουν.

Γραμματική του Generally

Generally - Επίρρημα (Adverb) / Επίρρημα (Adverb)
Λήμμα: generally
Κλίσεις
Επίρρημα (Adverb): generally
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
generally περιέχει 4 συλλαβές: gen • er • al • ly
Φωνητική μεταγραφή: ˈjen-rə-lē
gen er al ly , ˈjen (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)

Generally - Σημασία και συχνότητα χρήσης

Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
generally: 800 - 900 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Το Vocafy σε βοηθά να ανακαλύψεις, να οργανώσεις και να μάθεις νέες λέξεις και φράσεις με ευκολία. Δημιούργησε εξατομικευμένες συλλογές λεξιλογίου και εξασκήσου οποτεδήποτε, οπουδήποτε.