Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά

Giggle

ˈɡɪɡəl
Εξαιρετικά Κοινό
700 - 800
700 - 800
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.

γέλιο (gélio), χιούμορ (chíoúmor), σκαρίφημα (skarífima)

Σημασίες του Giggle στα ελληνικά

γέλιο (gélio)

Παράδειγμα:
The children giggled when they saw the clown.
Τα παιδιά γέλασαν όταν είδαν τον κλόουν.
She couldn't stop giggling at the funny joke.
Δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει με το αστείο ανέκδοτο.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used in casual conversations, especially among friends or in playful situations.
Σημείωση: The word 'γέλιο' is commonly used to describe laughter in general, but can also refer to the light, sometimes uncontrollable laughter associated with giggling.

χιούμορ (chíoúmor)

Παράδειγμα:
Her giggle showed that she found the situation humorous.
Το γέλιο της έδειχνε ότι βρήκε την κατάσταση χιουμοριστική.
They shared a giggle over the inside joke.
Μοιράστηκαν ένα γέλιο για το εσωτερικό αστείο.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Often used when discussing something that is funny or amusing.
Σημείωση: This meaning emphasizes the connection between giggling and humor, highlighting the light-hearted nature of the laughter.

σκαρίφημα (skarífima)

Παράδειγμα:
I heard a giggle from the other room.
Άκουσα ένα σκαρίφημα από το άλλο δωμάτιο.
Her giggle echoed in the hallway.
Το σκαρίφημα της αντήχησε στον διάδρομο.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used to describe the sound of giggling, often in a light and playful context.
Σημείωση: This term can also refer to the sound itself, capturing the essence of giggling as a light and often spontaneous noise.

Συνώνυμα του Giggle

chuckle

To chuckle means to laugh quietly or to oneself, often in a subtle or suppressed manner.
Παράδειγμα: She couldn't help but chuckle at his silly jokes.
Σημείωση: Chuckle is similar to giggle but may imply a slightly deeper or more restrained form of laughter.

snicker

Snicker refers to a quiet or half-suppressed laugh expressing scorn, derision, or amusement.
Παράδειγμα: The children snickered when the teacher tripped over her own feet.
Σημείωση: Snicker is often associated with a sense of mockery or amusement at someone else's expense.

titter

To titter is to laugh in a restrained, self-conscious, or nervous manner.
Παράδειγμα: The audience began to titter nervously as the comedian's jokes became more risqué.
Σημείωση: Titter is typically used to describe a quieter and more delicate form of laughter.

Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Giggle

Burst into giggles

To suddenly start laughing lightly and in a happy way.
Παράδειγμα: When the comedian told the joke, the audience burst into giggles.
Σημείωση: This phrase emphasizes a sudden and uncontrollable outburst of laughter.

Suppress a giggle

To hold back or restrain laughter.
Παράδειγμα: She tried to suppress a giggle during the serious meeting.
Σημείωση: This phrase indicates an effort to keep from laughing.

Giggle fit

A period of uncontrollable giggling or laughter.
Παράδειγμα: The silly video sent her into a giggle fit that lasted for minutes.
Σημείωση: This phrase suggests a prolonged episode of laughter.

Giggle nervously

To laugh in a slightly anxious or tense manner.
Παράδειγμα: He always giggles nervously when he's put on the spot.
Σημείωση: This phrase implies a mix of amusement and nervousness.

Giggle at

To laugh in a light and happy way at someone or something.
Παράδειγμα: The children would giggle at the funny faces their teacher made.
Σημείωση: This phrase specifies the target of the laughter.

Giggle like a schoolgirl

To laugh in a girlish or youthful manner, often with excitement or delight.
Παράδειγμα: She couldn't help but giggle like a schoolgirl when he complimented her.
Σημείωση: This phrase emphasizes a high-pitched, youthful laughter.

Giggle to oneself

To quietly chuckle or laugh softly without others hearing.
Παράδειγμα: She couldn't help but giggle to herself as she read the amusing text message.
Σημείωση: This phrase suggests a private or subdued form of laughter.

Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Giggle

Guffaw

Guffaw is a loud and hearty laugh.
Παράδειγμα: His loud guffaw echoed through the room.
Σημείωση: Guffaw is a much louder, more boisterous form of laughter compared to a giggle.

Cackle

Cackle is to emit a loud, harsh sound like the cry of a hen or goose; laugh in a noisy, harsh way.
Παράδειγμα: The old witch cackled gleefully as she stirred her cauldron.
Σημείωση: Cackle has a more sinister or wild connotation compared to the light-heartedness of a giggle.

Snigger

Snigger is a combination of snicker and giggle, often expressing smugness or derision.
Παράδειγμα: He sniggered at the sight of his friend's mishap.
Σημείωση: Snigger is a mix of amusement and contempt, unlike a giggle which is more innocent.

Chortle

To chortle is to chuckle gleefully.
Παράδειγμα: She couldn't help but chortle at the absurdity of the situation.
Σημείωση: Chortle is a mix of chuckling and snorting, conveying a sense of genuine enjoyment that can't be contained.

Giggle - Παραδείγματα

She couldn't help but giggle at his silly joke.
Δεν μπορούσε να μην γελάσει με το ανόητο αστείο του.
The children's giggles filled the room.
Οι γέλια των παιδιών γέμισαν το δωμάτιο.
The tickle fight ended in uncontrollable laughter and giggles.
Η μάχη με τα γαργαλήματα τελείωσε με ασταμάτητο γέλιο και γελάκια.

Γραμματική του Giggle

Giggle - Ρήμα (Verb) / Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present)
Λήμμα: giggle
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): giggles
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): giggle
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): giggled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): giggling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): giggles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): giggle
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): giggle
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
giggle περιέχει 2 συλλαβές: gig • gle
Φωνητική μεταγραφή: ˈgi-gəl
gig gle , ˈgi gəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)

Giggle - Σημασία και συχνότητα χρήσης

Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
giggle: 700 - 800 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Το Vocafy σε βοηθά να ανακαλύψεις, να οργανώσεις και να μάθεις νέες λέξεις και φράσεις με ευκολία. Δημιούργησε εξατομικευμένες συλλογές λεξιλογίου και εξασκήσου οποτεδήποτε, οπουδήποτε.