Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Girl
ɡərl
Εξαιρετικά Κοινό
300 - 400
300 - 400
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
κορίτσι (koritsi), νεαρή (nearí), κοπέλα (kopéla), θυληκό (thylikó)
Σημασίες του Girl στα ελληνικά
κορίτσι (koritsi)
Παράδειγμα:
The girl is playing outside.
Το κορίτσι παίζει έξω.
She is a smart girl.
Είναι ένα έξυπνο κορίτσι.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used in everyday conversation to refer to a young female, often a child or teenager.
Σημείωση: Commonly used for girls in general, applicable to various ages, but typically refers to those who are not yet adults.
νεαρή (nearí)
Παράδειγμα:
The young girl is very talented.
Η νεαρή κοπέλα είναι πολύ ταλαντούχα.
There was a young girl at the concert.
Υπήρχε μια νεαρή κοπέλα στη συναυλία.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used to describe a girl in her teenage years or early twenties, often with a focus on youthfulness.
Σημείωση: This term can also imply a sense of innocence or naivety.
κοπέλα (kopéla)
Παράδειγμα:
She is my girlfriend.
Αυτή είναι η κοπέλα μου.
The girl at the café is very nice.
Η κοπέλα στο καφέ είναι πολύ καλή.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Often used to refer to a young woman, particularly in romantic contexts.
Σημείωση: This term can mean 'girl' in a more mature sense, often referring to young adult women.
θυληκό (thylikó)
Παράδειγμα:
The girl is a female member of the team.
Η κοπέλα είναι θηλυκό μέλος της ομάδας.
The girl in the story is very brave.
Η θυληκή χαρακτήρας της ιστορίας είναι πολύ γενναία.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in a biological or scientific context to denote female gender, including in discussions of gender.
Σημείωση: Less common in everyday conversation when referring to girls; more often used in specific contexts, like biology.
Συνώνυμα του Girl
young woman
A young woman refers to a female who is in the early stages of adulthood.
Παράδειγμα: She is a talented young woman who excels in her studies.
Σημείωση: The term 'young woman' implies a more mature age range compared to 'girl.'
lass
Lass is a colloquial term used to refer to a young girl or woman, especially in Scottish English.
Παράδειγμα: The lass from the countryside had a cheerful demeanor.
Σημείωση: The term 'lass' is more informal and regional compared to 'girl.'
lassie
Lassie is a Scottish term used to refer to a young girl or a beloved female child.
Παράδειγμα: The little lassie helped her grandmother in the garden.
Σημείωση: Similar to 'lass,' 'lassie' is more informal and often used in a specific regional context.
young lady
Young lady is a polite and formal way to address a young female.
Παράδειγμα: The young lady elegantly entered the room, catching everyone's attention.
Σημείωση: Compared to 'girl,' 'young lady' conveys a sense of maturity and respect.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Girl
It girl
Refers to a young woman who is popular or fashionable, often in the entertainment industry or social circles.
Παράδειγμα: She's the new 'it girl' in Hollywood, everyone's talking about her.
Σημείωση: The term 'it girl' emphasizes popularity and trendiness beyond just being a girl.
Girl power
Represents the idea of female empowerment, strength, and solidarity.
Παράδειγμα: The group of girls showed their 'girl power' by standing up to the bullies.
Σημείωση: The term 'girl power' highlights empowerment and unity among girls rather than just referring to individual girls.
Girly girl
Describes a girl who enjoys traditionally feminine interests and activities.
Παράδειγμα: She's a real 'girly girl' who loves dresses, makeup, and all things pink.
Σημείωση: The term 'girly girl' emphasizes a strong association with stereotypically feminine characteristics.
Party girl
Refers to a young woman who enjoys going out to social events and parties frequently.
Παράδειγμα: She used to be a 'party girl' in college, but now she's focused on her career.
Σημείωση: The term 'party girl' often carries connotations of a carefree and social lifestyle, beyond just being a girl who attends parties.
Girl crush
Denotes a non-romantic admiration or attraction towards another woman.
Παράδειγμα: I have a 'girl crush' on her style, she always looks so put together.
Σημείωση: The term 'girl crush' specifies a strong admiration or affinity for another woman, distinct from a romantic or platonic crush on a girl.
Golden girl
Refers to a person, often a girl or woman, who is favored or highly successful in various aspects.
Παράδειγμα: She's the 'golden girl' of the family, always excelling in everything she does.
Σημείωση: The term 'golden girl' signifies someone who is exceptional or esteemed, beyond just being a girl.
Tomboy
Describes a girl who behaves in a boyish manner, enjoys activities traditionally associated with boys, or prefers a more masculine style.
Παράδειγμα: She's not your typical 'girl', she's more of a 'tomboy' who enjoys playing sports and getting dirty.
Σημείωση: The term 'tomboy' highlights a deviation from stereotypical feminine behavior, emphasizing a more boyish or masculine demeanor.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Girl
Chick
Informal term for a young woman or girl, often used in a casual or friendly manner.
Παράδειγμα: I'm meeting up with some chicks later.
Σημείωση: Chick is a more casual and colloquial term compared to 'girl'.
Gal
Informal term for a woman or girl, often used affectionately or in a familiar way.
Παράδειγμα: She's a tough gal who knows how to handle herself.
Σημείωση: Using 'gal' can convey a sense of familiarity or friendliness compared to 'girl'.
Babe
A term of endearment for a woman or girl, often used in a flirtatious or affectionate manner.
Παράδειγμα: Hey babe, how was your day?
Σημείωση: Babe is more intimate and can be used in romantic or close relationships, whereas 'girl' is more neutral.
Damsel
An archaic term for a young and unmarried woman, often used in a romantic or literary context.
Παράδειγμα: The knight rescued the damsel in distress from the tower.
Σημείωση: Damsel is a more poetic or old-fashioned term compared to 'girl'.
Biddy
A term, often derogatory, for an older woman, but sometimes used humorously to refer to younger women as well.
Παράδειγμα: The group of old biddies were chatting on the park bench.
Σημείωση: Biddy usually refers to older women but can be used humorously or condescendingly towards younger women, unlike 'girl'.
Sista
A slang term derived from 'sister' used to show solidarity or closeness between women, especially in Black English.
Παράδειγμα: She's my sista from another mista!
Σημείωση: Sista emphasizes a sense of sisterhood or friendship compared to just 'girl'.
Girl - Παραδείγματα
The girl is playing with her doll.
Το κορίτσι παίζει με την κούκλα της.
The young girl is studying hard for her exams.
Το νεαρό κορίτσι μελετά σκληρά για τις εξετάσεις της.
The group of girls went to the mall to shop.
Η ομάδα των κοριτσιών πήγε στο εμπορικό κέντρο για ψώνια.
Γραμματική του Girl
Girl - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: girl
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): girls
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): girl
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
girl περιέχει 1 συλλαβές: girl
Φωνητική μεταγραφή: ˈgər(-ə)l
girl , ˈgər( ə)l (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Girl - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
girl: 300 - 400 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.