Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Material
məˈtɪriəl
Εξαιρετικά Κοινό
500 - 600
500 - 600
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Υλικό, Πληροφορίες/Περιεχόμενο, Υλικός/Σωματικός, Υλικό (σχετικά με τη μελέτη ή τη δουλειά)
Σημασίες του Material στα ελληνικά
Υλικό
Παράδειγμα:
The fabric is made of natural materials.
Το ύφασμα είναι φτιαγμένο από φυσικά υλικά.
I need more material for the project.
Χρειάζομαι περισσότερα υλικά για το έργο.
Χρήση: Formal/InformalΣυμφραζόμενα: Used in contexts related to physical substances or items used for construction, art, or various projects.
Σημείωση: This is the most common meaning and is used in a variety of contexts, from crafts to construction.
Πληροφορίες/Περιεχόμενο
Παράδειγμα:
The material covered in the lecture was very interesting.
Το υλικό που καλύφθηκε στη διάλεξη ήταν πολύ ενδιαφέρον.
We need to gather more material for our research.
Πρέπει να συγκεντρώσουμε περισσότερες πληροφορίες για την έρευνά μας.
Χρήση: FormalΣυμφραζόμενα: Commonly used in educational or academic contexts to describe information or content.
Σημείωση: In this context, 'material' refers to the information, data, or subject matter being discussed or studied.
Υλικός/Σωματικός
Παράδειγμα:
He is very materialistic in his views.
Είναι πολύ υλιστής στις απόψεις του.
They focus on material success rather than personal fulfillment.
Εστιάζουν στην υλική επιτυχία παρά στην προσωπική ολοκλήρωση.
Χρήση: InformalΣυμφραζόμενα: Used to describe a focus on physical possessions or wealth.
Σημείωση: This meaning is often used in discussions about philosophical or lifestyle choices.
Υλικό (σχετικά με τη μελέτη ή τη δουλειά)
Παράδειγμα:
She prepared the training material for the workshop.
Ετοίμασε το εκπαιδευτικό υλικό για το σεμινάριο.
The book is a useful material for learning Greek.
Το βιβλίο είναι ένα χρήσιμο υλικό για τη μάθηση των ελληνικών.
Χρήση: FormalΣυμφραζόμενα: Used in educational or professional contexts to describe resources or tools for learning or training.
Σημείωση: This can refer to textbooks, online resources, or any educational content.
Συνώνυμα του Material
Substance
Substance refers to the physical matter of which something is made, similar to material. It can also mean the essential nature or character of something.
Παράδειγμα: The new building material is a durable substance that can withstand harsh weather conditions.
Σημείωση: While material often refers to physical matter, substance can also imply the essence or nature of something.
Fabric
Fabric typically refers to cloth or textile material, but it can also be used more broadly to describe the basic structure or framework of something.
Παράδειγμα: The curtains were made of a luxurious fabric that added elegance to the room.
Σημείωση: Fabric is more specific and often associated with textiles, while material has a broader scope.
Substrate
Substrate refers to a surface or underlying layer on which an organism lives or grows, or on which a process occurs. In materials science, it can also refer to the base material on which a coating or film is applied.
Παράδειγμα: The artist painted on a wooden substrate to create a textured effect in the artwork.
Σημείωση: Substrate is more specialized and is commonly used in scientific or technical contexts.
Element
Element can refer to a component or part of a whole, or to a fundamental principle or substance that cannot be broken down into simpler substances.
Παράδειγμα: The designer used natural elements such as wood and stone to create a harmonious space.
Σημείωση: While material refers to the physical matter itself, element can imply a fundamental or essential part.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Material
Materialistic
Someone who places too much importance on material possessions and wealth.
Παράδειγμα: She is quite materialistic, always buying expensive things to show off.
Σημείωση: Derived from 'material,' but focuses on the excessive desire for material possessions.
Materialize
To become actual or real; to happen or appear in a physical form.
Παράδειγμα: The plan to expand the business finally materialized after months of preparation.
Σημείωση: Derived from 'material,' but emphasizes the transformation from an idea or plan into a tangible reality.
Raw material
Basic materials used in the production of goods.
Παράδειγμα: The company imports raw materials to manufacture its products.
Σημείωση: Refers specifically to unprocessed or natural materials used in manufacturing.
Material evidence
Evidence that is substantial and relevant to a case or investigation.
Παράδειγμα: The detective found material evidence linking the suspect to the crime scene.
Σημείωση: Refers to physical evidence that is significant and directly related to a situation or investigation.
Material gain
Acquisition of wealth or possessions, often as a primary goal.
Παράδειγμα: He was not motivated by material gain but by a genuine desire to help others.
Σημείωση: Focuses on acquiring wealth or material possessions, usually for personal benefit.
Material world
The physical and tangible aspects of life, often contrasted with spiritual or emotional realms.
Παράδειγμα: She preferred to focus on spiritual matters rather than get caught up in the material world.
Σημείωση: Refers to the physical, tangible aspects of life, including possessions and wealth, in contrast to spiritual or abstract concepts.
Immaterial
Not relevant or important; insignificant.
Παράδειγμα: His opinion on the matter is immaterial as the decision has already been made.
Σημείωση: Derived from 'material,' but denotes something that is not relevant or significant in a particular context.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Material
Stuff
In spoken language, 'stuff' is often used informally to refer to various things, possessions, or items without specifying them.
Παράδειγμα: I have so much stuff to organize before the move.
Σημείωση: While 'material' is more specific and formal, 'stuff' is a casual and broad term.
Goods
'Goods' is commonly used to refer to physical products or commodities that are bought or sold.
Παράδειγμα: We just received a shipment of goods for the store.
Σημείωση: The term 'goods' is specific to physical items, unlike 'material' which can also encompass non-physical aspects.
Merch
'Merch' is a shortened form of 'merchandise' and is commonly used in informal contexts to refer to products or items for sale, often associated with brands or artists.
Παράδειγμα: Our new merch will be available for purchase next week.
Σημείωση: While 'material' is a broader term, 'merch' specifically refers to items that are typically sold or promoted.
Swag
In slang, 'swag' refers to promotional items, freebies, or stylish goods received, especially at events or as gifts.
Παράδειγμα: Check out the swag we got at the event.
Σημείωση: ‘Swag’ is more focused on fashionable or promotional items, while 'material' is a general term for physical or non-physical substances.
Junk
When referring to 'material', 'junk' is often used informally to describe useless or unwanted items that clutter a space.
Παράδειγμα: Why do you keep all this junk in your closet?
Σημείωση: Unlike 'material', 'junk' has a negative connotation and implies a lack of value or usefulness.
Schwag
'Schwag' is slang for free promotional items or merchandise, often seen as low-quality or mass-produced.
Παράδειγμα: They were giving out some cool schwag at the tech conference.
Σημείωση: 'Schwag' is more specific to promotional or free items, whereas 'material' can encompass a wider range of substances or components.
Kit
In informal language, 'kit' is used to refer to a set of equipment, tools, or supplies needed for a specific purpose or activity.
Παράδειγμα: I bought a new kit for my hobby.
Σημείωση: While 'material' can be abstract, 'kit' specifically refers to a collection of physical items used for a particular task.
Material - Παραδείγματα
The material used for this dress is silk.
Το υλικό που χρησιμοποιείται για αυτό το φόρεμα είναι μετάξι.
He is a very material person, always focused on money.
Είναι ένα πολύ υλιστικός άνθρωπος, πάντα επικεντρωμένος στα χρήματα.
The company is doing well financially, both material and non-material aspects.
Η εταιρεία τα πηγαίνει καλά οικονομικά, τόσο σε υλικές όσο και σε μη υλικές πτυχές.
Γραμματική του Material
Material - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: material
Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): material
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): materials, material
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): material
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Material περιέχει 4 συλλαβές: ma • te • ri • al
Φωνητική μεταγραφή: mə-ˈtir-ē-əl
ma te ri al , mə ˈtir ē əl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Material - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
Material: 500 - 600 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.