Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Much
mətʃ
Εξαιρετικά Κοινό
300 - 400
300 - 400
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
πολύ, τόσο πολύ, πολύς, πολλή, πολύ, πολύς αριθμός, πολύς χρόνος
Σημασίες του Much στα ελληνικά
πολύ
Παράδειγμα:
I love you very much.
Σ' αγαπώ πολύ.
There is much to learn.
Υπάρχει πολύ να μάθεις.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used to express a large quantity or degree.
Σημείωση: This is the most common translation of 'much' and is used in various contexts.
τόσο πολύ
Παράδειγμα:
I didn't expect it to hurt so much.
Δεν περίμενα να πονάει τόσο πολύ.
She talks so much.
Μιλάει τόσο πολύ.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used to express an extent or degree, often related to feelings or actions.
Σημείωση: Used to emphasize the degree of something, often in more emotional contexts.
πολύς, πολλή, πολύ
Παράδειγμα:
There are many people here.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εδώ.
Do you have many questions?
Έχεις πολλές ερωτήσεις;
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used in contexts involving countable nouns.
Σημείωση: This form is more about quantity and can be used with plural nouns.
πολύς αριθμός
Παράδειγμα:
There is much noise outside.
Υπάρχει πολύς θόρυβος έξω.
I have much work to do.
Έχω πολύς δουλειά να κάνω.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in more formal or written contexts, often in academic or professional language.
Σημείωση: This phrase emphasizes the large amount of uncountable nouns.
πολύς χρόνος
Παράδειγμα:
It took us much time to finish.
Μας πήρε πολύς χρόνος για να τελειώσουμε.
There was much time left.
Υπήρχε πολύς χρόνος ακόμα.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used to indicate a large duration or period.
Σημείωση: Commonly used when discussing time-related contexts.
Συνώνυμα του Much
a lot
This phrase means a large quantity or amount.
Παράδειγμα: I have a lot of work to do.
Σημείωση:
plenty
Plenty indicates a sufficient or more than enough amount.
Παράδειγμα: There is plenty of food for everyone.
Σημείωση: It emphasizes abundance rather than just a large quantity.
many
Many refers to a large number of things or people.
Παράδειγμα: There are many people at the party.
Σημείωση: It specifically focuses on countable items or individuals.
numerous
Numerous means a great number or many.
Παράδειγμα: There are numerous opportunities for growth.
Σημείωση: It conveys a sense of a large, indefinite number.
considerable
Considerable suggests a significant or noteworthy amount.
Παράδειγμα: She has made a considerable improvement in her skills.
Σημείωση: It implies a substantial or measurable extent.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Much
Too much
This phrase is used to indicate an excessive or overly large amount of something.
Παράδειγμα: She ate too much cake at the party.
Σημείωση: It emphasizes the excessive or undesirable nature of the quantity.
Not much
This phrase is used to express a small quantity or amount of something.
Παράδειγμα: I don't have much time to spare.
Σημείωση: It indicates a limited or insufficient amount.
Much as
This phrase is used to introduce a contrast between a desired action or situation and an unavoidable one.
Παράδειγμα: Much as I'd like to go, I have to work late tonight.
Σημείωση: It highlights a conflicting situation or decision.
As much as
This phrase is used to indicate an equal amount or degree of affection for two or more things.
Παράδειγμα: I love you as much as I love my family.
Σημείωση: It compares the intensity of feelings or preferences.
So much
This phrase is used to express a high degree or intensity of something, often in a positive context.
Παράδειγμα: She thanked him so much for his help.
Σημείωση: It emphasizes the extent of gratitude or appreciation.
How much
This phrase is used to inquire about the quantity or price of something.
Παράδειγμα: How much does this shirt cost?
Σημείωση: It is a question form that seeks specific information about an amount.
Much less
This phrase is used to indicate that a less significant action or situation is even more unlikely than a previously mentioned one.
Παράδειγμα: I can't afford a new car, much less a luxury one.
Σημείωση: It underscores the unlikelihood of a less significant event compared to a more significant one.
As much
This phrase is used to indicate an equal amount or degree of need or importance for two or more things.
Παράδειγμα: She needs your support as much as she needs mine.
Σημείωση: It shows the equivalence in terms of necessity or significance.
Much more
This phrase is used to convey a significantly greater amount or degree of something.
Παράδειγμα: Learning a new language opens up much more opportunities for personal growth.
Σημείωση: It emphasizes the substantial increase in quantity or quality compared to a previous state.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Much
Muchacho
Muchacho is a Spanish word that means 'boy' or 'lad'. In English slang, it is used informally to address a male as 'buddy' or 'dude'.
Παράδειγμα: Hey, muchacho, how's it going?
Σημείωση: Muchacho is a colloquial term with a casual and friendly connotation, different from the formal meanings in Spanish.
Much obliged
This phrase is a polite and old-fashioned way of expressing gratitude or thanks.
Παράδειγμα: Thanks for helping me out, much obliged!
Σημείωση: This slang term is more formal and polite than just saying 'thank you'.
Muchly
Muchly is a colloquial adverb meaning 'very much' or 'greatly'.
Παράδειγμα: I appreciate your help muchly.
Σημείωση: The suffix -ly is added for informal emphasis.
Not so much
This phrase is used to express a preference for one thing over another to a lesser extent.
Παράδειγμα: I like chocolate, but not so much as vanilla.
Σημείωση: It indicates a comparative degree of liking or preference.
Muchacho/a
Muchacha is the feminine form of muchacho in Spanish, meaning 'girl' or 'young woman'. In English slang, it can be used informally to refer to a female as 'chick' or 'gal'.
Παράδειγμα: She's a real muchacha, always full of energy.
Σημείωση: Muchacha has a casual and friendly tone when used in English.
Pretty much
This phrase means 'almost completely' or 'nearly'. It is used to indicate a high degree of truth or accuracy.
Παράδειγμα: I've pretty much finished the project, just a few things left to do.
Σημείωση: It emphasizes the near completion of something, without being exact.
Much of a muchness
This idiom means that two or more things are very similar or equal in value, making it hard to choose between them.
Παράδειγμα: Both options are good, it's really much of a muchness which one we choose.
Σημείωση: It highlights the idea of similarities in options rather than differences.
Much - Παραδείγματα
I don't have much time.
Δεν έχω πολύ χρόνο.
How much does it cost?
Πόσο κοστίζει;
There is not much milk left.
Δεν έχει μείνει πολύ γάλα.
Thank you so much for your help.
Σ' ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου.
Γραμματική του Much
Much - Επίρρημα (Adverb) / Επίρρημα (Adverb)
Λήμμα: much
Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): more
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): most
Επίθετο (Adjective): much
Επίρρημα, συγκριτικός βαθμός (Adverb, comparative): more
Επίρρημα, υπερθετικός βαθμός (Adverb, superlative): most
Επίρρημα (Adverb): much
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
much περιέχει 1 συλλαβές: much
Φωνητική μεταγραφή: ˈməch
much , ˈməch (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Much - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
much: 300 - 400 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.