Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά

Mum

məm
Εξαιρετικά Κοινό
600 - 700
600 - 700
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.

μαμά, μάνα, μητέρα, μαμάκα

Σημασίες του Mum στα ελληνικά

μαμά

Παράδειγμα:
I love my mum.
Αγαπώ τη μαμά μου.
Mum, can you help me with my homework?
Μαμά, μπορείς να με βοηθήσεις με την εργασία μου;
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used in everyday conversation, typically within families or among close friends.
Σημείωση: This is the most common and affectionate term for 'mother' in Greek. It reflects a close relationship.

μάνα

Παράδειγμα:
My mum always knows what to say.
Η μάνα μου ξέρει πάντα τι να πει.
She is a great mum.
Είναι μια σπουδαία μάνα.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Similar to 'μαμά', often used in casual settings. It can also imply a nurturing aspect.
Σημείωση: This term is widely used in various Greek dialects and can carry a more emotional connotation.

μητέρα

Παράδειγμα:
My mother is a teacher.
Η μητέρα μου είναι δασκάλα.
She is my mother, not just a mum.
Είναι η μητέρα μου, όχι απλώς μια μαμά.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in more formal contexts, such as legal documents or respectful conversation.
Σημείωση: This is the standard term for 'mother' and can be used in a variety of formal settings.

μαμάκα

Παράδειγμα:
My little mum is so cute.
Η μαμάκα μου είναι τόσο γλυκιά.
She acts like a little mum sometimes.
Κάποιες φορές συμπεριφέρεται σαν μαμάκα.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Often used endearingly to refer to a young or playful mother figure.
Σημείωση: This is a diminutive form and conveys affection, often used in a playful or teasing manner.

Συνώνυμα του Mum

silent

Silent means not making or accompanied by any sound.
Παράδειγμα: She remained silent throughout the meeting.
Σημείωση: Silent implies a lack of noise or sound, while 'mum' specifically refers to a person who is not speaking or keeping quiet.

quiet

Quiet means making very little noise or sound.
Παράδειγμα: Please be quiet during the exam.
Σημείωση: Quiet can refer to a general state of low noise, while 'mum' specifically refers to someone being silent or not speaking.

hush

Hush means to make someone or something quiet or stop making noise.
Παράδειγμα: The teacher hushed the noisy students in the classroom.
Σημείωση: Hush is a verb that can be used to quieten someone or something, while 'mum' is a noun referring to silence.

Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Mum

mum's the word

This phrase means to keep silent or keep information confidential.
Παράδειγμα: When asked about the surprise party, Sarah said, 'Mum's the word.'
Σημείωση: The phrase 'mum's the word' uses 'mum' in a figurative sense to mean 'keep quiet,' rather than referring to one's mother.

keep mum

This phrase means to remain silent or not speak about something.
Παράδειγμα: She decided to keep mum about the incident to avoid unnecessary drama.
Σημείωση: Similar to 'mum's the word,' 'keep mum' also implies keeping information to oneself.

Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Mum

mum

Used to describe someone who is silent or not revealing information.
Παράδειγμα: She kept mum about the surprise party.
Σημείωση: Same meaning as 'keep mum' or 'mum's the word', but in a concise form.

mum's the term

A play on the idiom 'mum's the word' to mean someone has revealed a secret.
Παράδειγμα: I can't believe he let the cat out of the bag about the promotion.
Σημείωση: Combining two phrases 'mum's the word' and 'cat's out of the bag' for a creative expression.

Mum - Παραδείγματα

My mum is the best cook in the world.
Η μαμά μου είναι η καλύτερη μαγείρισσα στον κόσμο.
I miss my mum so much.
Μου λείπει πολύ η μαμά μου.
Mum, can you help me with my homework?
Μαμά, μπορείς να με βοηθήσεις με την εργασία μου;

Γραμματική του Mum

Mum - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: mum
Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): mum
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): mums
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): mum
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
mum περιέχει 1 συλλαβές: mum
Φωνητική μεταγραφή: ˈməm
mum , ˈməm (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)

Mum - Σημασία και συχνότητα χρήσης

Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
mum: 600 - 700 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Το Vocafy σε βοηθά να ανακαλύψεις, να οργανώσεις και να μάθεις νέες λέξεις και φράσεις με ευκολία. Δημιούργησε εξατομικευμένες συλλογές λεξιλογίου και εξασκήσου οποτεδήποτε, οπουδήποτε.