Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Natural
ˈnætʃ(ə)rəl
Εξαιρετικά Κοινό
700 - 800
700 - 800
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
φυσικός (fysikós), φυσιολογικός (physiologikós), ενστικτώδης (enstiktódis), αυθόρμητος (afthórmitos), βιολογικός (viologikós)
Σημασίες του Natural στα ελληνικά
φυσικός (fysikós)
Παράδειγμα:
This fabric is made from natural fibers.
Αυτή η ύφανση είναι φτιαγμένη από φυσικές ίνες.
He has a natural talent for music.
Έχει φυσικό ταλέντο στη μουσική.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Describing something that occurs in nature or is innate.
Σημείωση: The word 'φυσικός' can refer to both the physical properties of materials and innate abilities in people.
φυσιολογικός (physiologikós)
Παράδειγμα:
It's natural for children to be curious.
Είναι φυσιολογικό για τα παιδιά να είναι περίεργα.
She has a natural reaction to stress.
Έχει μια φυσιολογική αντίδραση στο άγχος.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used in scientific or descriptive contexts to indicate normality or typical behavior.
Σημείωση: Often used in psychological or biological contexts to describe reactions or processes.
ενστικτώδης (enstiktódis)
Παράδειγμα:
His response was natural and instinctive.
Η αντίδρασή του ήταν ενστικτώδης.
She has a natural instinct for survival.
Έχει έναν ενστικτώδη τρόπο επιβίωσης.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Describing reactions or abilities that come from instinct rather than learned behavior.
Σημείωση: This term emphasizes innate responses, often used in discussions about survival or behavior.
αυθόρμητος (afthórmitos)
Παράδειγμα:
Her laughter is so natural and spontaneous.
Το γέλιο της είναι τόσο αυθόρμητο.
He has a natural way of making people feel comfortable.
Έχει έναν αυθόρμητο τρόπο να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται άνετα.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used to describe behavior that is genuine and unforced.
Σημείωση: Highlights authenticity in expressions or behaviors, often appreciated in social situations.
βιολογικός (viologikós)
Παράδειγμα:
They prefer to eat natural foods.
Προτιμούν να τρώνε βιολογικά τρόφιμα.
Natural products are better for the environment.
Τα βιολογικά προϊόντα είναι καλύτερα για το περιβάλλον.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Often used in discussions about food, agriculture, and environmental sustainability.
Σημείωση: This term is commonly associated with organic farming and health-conscious choices.
Συνώνυμα του Natural
innate
Innate refers to qualities or abilities that are natural and inherent from birth.
Παράδειγμα: Her innate talent for music was evident from a young age.
Σημείωση: Innate emphasizes qualities that are present from the beginning, often suggesting a sense of inherent or inborn nature.
inherent
Inherent describes qualities that are essential, intrinsic, or inseparable from something.
Παράδειγμα: The inherent beauty of the landscape was breathtaking.
Σημείωση: Inherent focuses on qualities that are an essential part of something, emphasizing their intrinsic nature.
instinctive
Instinctive refers to behaviors or reactions that are natural and unlearned.
Παράδειγμα: Her instinctive reaction was to help those in need.
Σημείωση: Instinctive emphasizes actions or behaviors that are automatic or intuitive, often driven by instinct rather than conscious thought.
native
Native describes qualities or characteristics that are original or typical of a particular place or person.
Παράδειγμα: He has a native ability to connect with people from different cultures.
Σημείωση: Native can refer to qualities that are inherent or natural to a specific place or person, often implying a sense of belonging or origin.
inborn
Inborn refers to qualities or traits that are present from birth or inherent in a person or thing.
Παράδειγμα: His inborn curiosity led him to explore new ideas and concepts.
Σημείωση: Inborn stresses qualities that are present from birth, suggesting a sense of innate nature or inherent characteristics.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Natural
Second nature
Refers to something that is so familiar or practiced that it feels natural or instinctive.
Παράδειγμα: For him, playing the piano is second nature.
Σημείωση: The phrase 'second nature' implies a higher level of ease and familiarity compared to just being 'natural.'
In the natural order of things
Refers to the usual or expected way that things happen in nature or in life.
Παράδειγμα: In the natural order of things, the young learn from the old.
Σημείωση: This phrase emphasizes the idea of a predetermined or expected sequence of events based on natural laws or norms.
Natural selection
Refers to the process by which organisms that are best adapted to their environment tend to survive and reproduce.
Παράδειγμα: Darwin's theory of evolution is based on the concept of natural selection.
Σημείωση: In this context, 'natural' is used to describe the process of selection that occurs in nature without human intervention.
Go back to nature
Refers to returning to a simpler way of living closer to nature.
Παράδειγμα: After years in the city, she decided to go back to nature and live in the countryside.
Σημείωση: This phrase implies a deliberate choice or action to reconnect with the natural world.
Natural born
Refers to someone who has a natural talent or ability from birth.
Παράδειγμα: She's a natural-born leader.
Σημείωση: The term 'natural born' emphasizes innate qualities or skills rather than acquired ones.
Natural resources
Refers to materials or substances that exist in nature and can be used for economic gain.
Παράδειγμα: Oil and gas are valuable natural resources.
Σημείωση: In this context, 'natural' describes resources found in the environment that have not been created or manufactured by humans.
Natural high
Refers to a feeling of euphoria or happiness that comes from natural, healthy activities or experiences.
Παράδειγμα: For many, exercising gives them a natural high.
Σημείωση: This phrase contrasts with artificial highs induced by substances and emphasizes the positive effects of natural activities.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Natural
Nat
Nat is a shortened form of 'natural', commonly used in informal conversations to refer to something that is straightforward, uncomplicated, or simple.
Παράδειγμα: I'm just going for that nat look today, no makeup.
Σημείωση: The slang 'nat' is more casual and colloquial compared to 'natural'.
Au naturel
Au naturel comes from French and means 'in a natural or unaltered state'. It is often used in English to describe something in its natural form or state.
Παράδειγμα: I prefer to wear my hair au naturel, without any styling products.
Σημείωση: While 'au naturel' is more sophisticated-sounding, it essentially conveys the same meaning as 'natural'.
Natual
Natual is a deliberately misspelled version of 'natural', often used humorously or to give a playful twist to the word.
Παράδειγμα: Hey, do you mind passing me those natual snacks?
Σημείωση: The intentional misspelling in 'natual' adds a light-hearted or informal tone to the word 'natural'.
Natty
Natty means smart and fashionable in appearance. It is used to describe someone or something that is stylish or elegant.
Παράδειγμα: He's got a natty sense of fashion, always looking sharp.
Σημείωση: While 'natty' is related to 'natural' in terms of appearance or style, it specifically emphasizes a sense of sharpness and fashion.
Chill
Chill is a slang term meaning to relax or take it easy. It is often used in informal contexts to suggest a laid-back attitude.
Παράδειγμα: Just relax and chill out in the natural surroundings.
Σημείωση: Although 'chill' is not directly synonymous with 'natural', it can be used to describe a relaxed and easy-going attitude in a natural setting.
Natural - Παραδείγματα
Natural disasters can cause a lot of damage.
Οι φυσικές καταστροφές μπορούν να προκαλέσουν πολλές ζημιές.
I prefer natural remedies over medication.
Προτιμώ τις φυσικές θεραπείες από τα φάρμακα.
The park is a great place to experience nature.
Το πάρκο είναι ένα υπέροχο μέρος για να βιώσεις τη φύση.
Γραμματική του Natural
Natural - Επίθετο (Adjective) / Επίθετο (Adjective)
Λήμμα: natural
Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): natural
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): naturals
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): natural
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
natural περιέχει 3 συλλαβές: nat • u • ral
Φωνητική μεταγραφή: ˈna-ch(ə-)rəl
nat u ral , ˈna ch(ə )rəl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Natural - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
natural: 700 - 800 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.