Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Particular
pə(r)ˈtɪkjələr
Εξαιρετικά Κοινό
300 - 400
300 - 400
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
συγκεκριμένος, ειδικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός
Σημασίες του Particular στα ελληνικά
συγκεκριμένος
Παράδειγμα:
I have a particular interest in history.
Έχω έναν συγκεκριμένο ενδιαφέρον για την ιστορία.
Can you be more particular about your request?
Μπορείς να είσαι πιο συγκεκριμένος σχετικά με το αίτημά σου;
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used to specify or clarify something.
Σημείωση: In Greek, 'συγκεκριμένος' is often used in both formal and informal contexts to denote specificity.
ειδικός
Παράδειγμα:
He is a particular expert in renewable energy.
Είναι ειδικός στο ανανεώσιμο ενεργειακό τομέα.
She has a particular talent for music.
Έχει ένα ειδικό ταλέντο στη μουσική.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used to describe someone with specific skills or expertise.
Σημείωση: The term 'ειδικός' emphasizes someone's specialization or unique skills.
ιδιαίτερος
Παράδειγμα:
This painting has a particular charm.
Αυτός ο πίνακας έχει μια ιδιαίτερη γοητεία.
He has a particular way of speaking.
Έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used to describe something that stands out or is distinctive.
Σημείωση: 'Ιδιαίτερος' often conveys a sense of uniqueness or individuality.
ξεχωριστός
Παράδειγμα:
She wore a particular dress for the occasion.
Φ wore a ξεχωριστό φόρεμα για την περίσταση.
He has a particular way of solving problems.
Έχει έναν ξεχωριστό τρόπο να λύνει προβλήματα.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used to refer to something that is special or different from others.
Σημείωση: 'Ξεχωριστός' emphasizes the special or distinctive quality of an item or person.
Συνώνυμα του Particular
specific
Specific refers to something clearly defined or identified.
Παράδειγμα: She had specific instructions for the project.
Σημείωση: Specific is often used when referring to detailed or precise information, while particular can have a broader sense of being specific or distinct.
individual
Individual pertains to a single person or thing considered separately from a group.
Παράδειγμα: Each individual has their own preferences.
Σημείωση: Individual emphasizes the uniqueness or distinctiveness of each separate entity, whereas particular can refer to something distinctive within a group or category.
distinct
Distinct means readily distinguishable from all others.
Παράδειγμα: The distinct aroma of fresh coffee filled the room.
Σημείωση: Distinct emphasizes clear differences or uniqueness, while particular can refer to something specific within a context without necessarily being unique.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Particular
In particular
This phrase is used to single out one specific thing from a group or list.
Παράδειγμα: I enjoy many sports, but I love swimming in particular.
Σημείωση: It emphasizes a specific item within a group, rather than being general.
Particular about
To be specific or careful about something, often implying a high standard or preference.
Παράδειγμα: She is very particular about the cleanliness of her house.
Σημείωση: It implies a focus on specific details or standards, rather than being vague.
Of particular interest
Refers to something that is especially interesting or important in a particular context.
Παράδειγμα: The last chapter of the book is of particular interest to historians.
Σημείωση: It highlights a specific aspect as significant, rather than being general.
In no particular order
Means that things are not in a specific sequence or arrangement.
Παράδειγμα: Please list the items on the agenda in no particular order.
Σημείωση: It indicates a lack of specific order or arrangement, as opposed to a deliberate sequence.
A particular set of skills
Refers to a specific and defined collection of abilities or talents.
Παράδειγμα: He has a particular set of skills that make him well-suited for this job.
Σημείωση: It specifies a distinct group of skills, rather than a general range of abilities.
Particular to
Indicates something that is unique or specific to a certain place, person, or thing.
Παράδειγμα: The tradition is particular to this region and is not found elsewhere.
Σημείωση: It emphasizes the exclusivity or uniqueness of something in a specific context.
Particular case
Refers to a specific instance or example that may require special consideration.
Παράδειγμα: This is a particular case where the rules may need to be adjusted.
Σημείωση: It points out a specific instance that stands out from the general rule or situation.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Particular
Pickiness
Pickiness refers to being overly selective or choosy about something. It suggests a level of meticulousness or fussiness.
Παράδειγμα: She has a reputation for pickiness when it comes to choosing her clothes.
Σημείωση: Pickiness is more informal and colloquial compared to 'particular'. While 'particular' can simply mean specific or distinct, 'pickiness' conveys a sense of being overly choosy or selective.
Fussy
Fussy describes someone who is excessively concerned about trivial details or is easily upset or irritated over small matters.
Παράδειγμα: My grandmother is quite fussy about the cleanliness of her house.
Σημείωση: Fussy is more informal and has a slightly negative connotation compared to 'particular'. It often implies a level of annoyance or dissatisfaction with something being not to one's liking.
Finicky
Finicky means excessively concerned with trivial details or finicky about one's preferences.
Παράδειγμα: He's so finicky about the ingredients in his food that he often cooks for himself.
Σημείωση: Finicky is more informal and slightly more negative in tone than 'particular'. It suggests being overly choosy or sensitive to details, especially in matters of taste or preference.
Picky
Picky means being selective or fussy, especially when it comes to choices or preferences.
Παράδειγμα: Sarah is quite picky about who she goes on dates with.
Σημείωση: Picky is more casual and informal compared to 'particular'. It often implies being choosy or having specific preferences that may differ from the norm.
Choosy
Choosy means very careful or particular in picking or selecting something.
Παράδειγμα: Children can be very choosy eaters, only wanting particular foods.
Σημείωση: Choosy is more informal and implies being selective or having strong preferences in choosing or selecting something. It leans towards being selective based on personal tastes or criteria.
Particular - Παραδείγματα
The particular shade of blue caught my eye.
Η συγκεκριμένη απόχρωση του μπλε τράβηξε την προσοχή μου.
She has a particular way of speaking that is very distinctive.
Έχει έναν συγκεκριμένο τρόπο ομιλίας που είναι πολύ χαρακτηριστικός.
I need a particular tool to fix this problem.
Χρειάζομαι ένα συγκεκριμένο εργαλείο για να διορθώσω αυτό το πρόβλημα.
Γραμματική του Particular
Particular - Επίθετο (Adjective) / Επίθετο (Adjective)
Λήμμα: particular
Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): particular
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): particulars
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): particular
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
particular περιέχει 4 συλλαβές: par • tic • u • lar
Φωνητική μεταγραφή: pər-ˈti-kyə-lər
par tic u lar , pər ˈti kyə lər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Particular - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
particular: 300 - 400 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.