Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά

Per

pər
Εξαιρετικά Κοινό
700 - 800
700 - 800
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.

κατά (kata), ανά (ana), μέσω (meso), κατά κεφαλή (kata kefali), κατά (kata) - in a legal or formal context

Σημασίες του Per στα ελληνικά

κατά (kata)

Παράδειγμα:
The price is $10 per item.
Η τιμή είναι 10 δολάρια κατά αντικείμενο.
She earns $50 per hour.
Κερδίζει 50 δολάρια κατά ώρα.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used in pricing, rates, or quantities.
Σημείωση: This usage is common in both spoken and written Greek, especially in financial contexts.

ανά (ana)

Παράδειγμα:
The report was issued per department.
Η αναφορά εκδόθηκε ανά τμήμα.
Each team member should submit one report per week.
Κάθε μέλος της ομάδας πρέπει να υποβάλει μία αναφορά ανά εβδομάδα.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in organizational or procedural contexts.
Σημείωση: This is more formal and often used in official documents.

μέσω (meso)

Παράδειγμα:
The message was sent per email.
Το μήνυμα στάλθηκε μέσω email.
The payment was made per bank transfer.
Η πληρωμή έγινε μέσω τραπεζικής μεταφοράς.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used in communication or transaction contexts.
Σημείωση: This is a common way to specify the means of communication or transaction.

κατά κεφαλή (kata kefali)

Παράδειγμα:
The cost per person is $30.
Το κόστος κατά κεφαλή είναι 30 δολάρια.
We need to calculate the expenses per participant.
Πρέπει να υπολογίσουμε τα έξοδα κατά κεφαλή.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used in discussions of costs or resources allocated per individual.
Σημείωση: Often used in contexts involving group activities or budgeting.

κατά (kata) - in a legal or formal context

Παράδειγμα:
The agreement was signed per the regulations.
Η συμφωνία υπογράφηκε κατά τους κανονισμούς.
The policy must be followed per the guidelines.
Η πολιτική πρέπει να τηρείται κατά τις οδηγίες.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in legal or official agreements.
Σημείωση: This usage is particularly common in contracts and formal documents.

Συνώνυμα του Per

apiece

Indicating a specific amount for each individual item or person.
Παράδειγμα: The tickets cost $10 apiece.
Σημείωση: Similar to 'per' in specifying a quantity for each unit.

Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Per

per se

Means 'by or in itself; intrinsically.' Used to emphasize that something is considered alone, without any context.
Παράδειγμα: I don't have a problem with the idea per se, but the execution needs improvement.
Σημείωση: It differs from 'per' as it emphasizes the inherent nature of something rather than a rate or division.

per annum

Means 'each year' or 'annually.' Commonly used in financial contexts to indicate a rate over a year.
Παράδειγμα: The interest rate on the loan is 5% per annum.
Σημείωση: It specifies the frequency of an event or rate over a year, rather than a general division or ratio.

per capita

Means 'for each person' or 'per person.' Used to describe averages or rates based on individual members of a population.
Παράδειγμα: The country's GDP per capita is one of the highest in the region.
Σημείωση: It focuses on the distribution or allocation of something to each individual, rather than a collective total.

per diem

Means 'each day' or 'daily.' Refers to a daily allowance or rate, especially for expenses incurred during travel.
Παράδειγμα: Employees on business trips are provided with a per diem allowance for meals and incidental expenses.
Σημείωση: It emphasizes the daily nature of an allowance or rate, distinct from a fixed or overall amount.

Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Per

Perk

A benefit or advantage that comes with a job or situation.
Παράδειγμα: One of the perks of this job is free coffee.
Σημείωση: While 'perk' is informal and derived from 'perquisite', it specifically refers to a bonus or advantage.

Perk up

To become more lively, cheerful, or energetic.
Παράδειγμα: I always perk up after a good night's sleep.
Σημείωση: This slang term uses 'perk' in a figurative sense to describe a change in mood or energy level.

Perp

Short for 'perpetrator', the person who commits a crime or wrongdoing.
Παράδειγμα: The police caught the perpetrator of the crime.
Σημείωση: This slang term is an abbreviation for the original word 'perpetrator'.

Perp walk

The act of parading an arrested suspect in public, usually for media coverage.
Παράδειγμα: The suspect was subjected to a humiliating perp walk in front of the media.
Σημείωση: This expression is a colloquial use of 'perp' combined with 'walk' to describe a specific action.

Perky

Energetic, cheerful, or lively in a noticeable way.
Παράδειγμα: She always has a perky attitude no matter what.
Σημείωση: Derived from 'perk', 'perky' describes a person's demeanor or behavior.

Perps

Plural form of 'perpetrators', referring to multiple people who have committed a crime.
Παράδειγμα: The cops are on the lookout for the perps involved in the robbery.
Σημείωση: This slang term is the informal, shortened version of 'perpetrators', used in a more casual context.

Percolate

To spread slowly or gradually, often referring to thoughts, ideas, or information.
Παράδειγμα: Ideas often percolate in my mind before I make a decision.
Σημείωση: This slang term uses 'per' in the sense of moving through, developing, or filtering, rather than a strict per-unit measurement.

Per - Παραδείγματα

English: I'll be there in five minutes per your request.
Θα είμαι εκεί σε πέντε λεπτά σύμφωνα με την αίτησή σας.
English: The meeting will start at 2 o'clock per the schedule.
Η συνάντηση θα ξεκινήσει στις 2 η ώρα σύμφωνα με το πρόγραμμα.
English: She waited for him for hours per his promise.
Περίμενε αυτόν για ώρες σύμφωνα με την υπόσχεσή του.

Γραμματική του Per

Per - Πρόθεση (Adposition) / Πρόθεση ή υποτακτικός σύνδεσμος (Preposition or subordinating conjunction)
Λήμμα: per
Κλίσεις
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
per περιέχει 1 συλλαβές: per
Φωνητική μεταγραφή: ˈpər
per , ˈpər (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)

Per - Σημασία και συχνότητα χρήσης

Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
per: 700 - 800 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Το Vocafy σε βοηθά να ανακαλύψεις, να οργανώσεις και να μάθεις νέες λέξεις και φράσεις με ευκολία. Δημιούργησε εξατομικευμένες συλλογές λεξιλογίου και εξασκήσου οποτεδήποτε, οπουδήποτε.