Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Person
ˈpərs(ə)n
Εξαιρετικά Κοινό
300 - 400
300 - 400
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
άτομο (átomo), άνθρωπος (ánthropos), πρόσωπο (prósopo), άτομο (doulós)
Σημασίες του Person στα ελληνικά
άτομο (átomo)
Παράδειγμα:
Each person has their own story.
Κάθε άτομο έχει τη δική του ιστορία.
She is a kind person.
Αυτή είναι ένα καλό άτομο.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: General conversations about individuals or human beings.
Σημείωση: The term 'άτομο' is derived from the word for atom, emphasizing individuality.
άνθρωπος (ánthropos)
Παράδειγμα:
He is a good person.
Αυτός είναι καλός άνθρωπος.
Many people attended the event.
Πολλοί άνθρωποι παρακολούθησαν την εκδήλωση.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used to refer to humans in a general sense, often in social or philosophical discussions.
Σημείωση: 'Άνθρωπος' can also refer to mankind or humanity as a whole.
πρόσωπο (prósopo)
Παράδειγμα:
He has a familiar face; I think I know that person.
Έχει ένα γνωστό πρόσωπο; Νομίζω ότι ξέρω αυτό το πρόσωπο.
She turned to face the person behind her.
Γύρισε να κοιτάξει το πρόσωπο πίσω της.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used in both formal and informal contexts, particularly when discussing identity or appearance.
Σημείωση: 'Πρόσωπο' specifically means 'face' but is also used to refer to a person in terms of their identity.
άτομο (doulós)
Παράδειγμα:
He is a person of great influence.
Είναι ένα άτομο μεγάλης επιρροής.
That person contributed significantly to the project.
Αυτό το άτομο συνέβαλε σημαντικά στο έργο.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Commonly used in professional or academic contexts.
Σημείωση: 'Άτομο' implies a recognized individuality, often in contexts of contribution or character.
Συνώνυμα του Person
individual
An individual refers to a single person considered separately from the group.
Παράδειγμα: Each individual has their own unique perspective.
Σημείωση: Individual emphasizes the distinctiveness or separateness of a person.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Person
people person
A people person is someone who enjoys interacting with others and is good at making connections.
Παράδειγμα: She's a real people person, always friendly and outgoing.
Σημείωση: The term 'people person' emphasizes a person's social and interpersonal skills.
person of interest
A person of interest is someone who is relevant to an investigation or inquiry.
Παράδειγμα: The police are questioning a person of interest in the case.
Σημείωση: It implies a level of suspicion or curiosity about the individual, often in a legal or investigative context.
missing person
A missing person is someone who has disappeared and whose whereabouts are unknown.
Παράδειγμα: The authorities are searching for a missing person in the area.
Σημείωση: It specifically refers to someone who is lost or unaccounted for.
person in charge
The person in charge is the one who is responsible for overseeing or managing a particular task or situation.
Παράδειγμα: The person in charge of the project will be making the final decision.
Σημείωση: It highlights the authority or leadership role of the individual.
salesperson
A salesperson is someone who sells products or services to customers.
Παράδειγμα: The salesperson was very persuasive and managed to close the deal.
Σημείωση: It specifies a person whose job involves selling goods or services.
personality
Personality refers to the combination of characteristics or qualities that form an individual's distinctive character.
Παράδειγμα: She has a bubbly personality that lights up the room.
Σημείωση: It encompasses a person's overall nature, behavior, and traits rather than just their existence as a person.
person to person
Person to person means directly between individuals, privately or face to face.
Παράδειγμα: Let's discuss this matter person to person, without involving others.
Σημείωση: It emphasizes direct communication or interaction between two individuals.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Person
dude
Dude is a slang term used to refer to a person, typically a male. It is often used informally among friends or peers.
Παράδειγμα: Hey dude, what's up?
Σημείωση: Dude is more casual and informal compared to 'person'. It carries a sense of camaraderie or familiarity.
guy
Guy is commonly used to refer to a man or a person in a casual and friendly way.
Παράδειγμα: That guy over there is really funny.
Σημείωση: While 'guy' can refer to any person, it is more commonly used to refer to men. It is informal and casual.
buddy
Buddy is a term used to address a close friend or a person you are on good terms with.
Παράδειγμα: Thanks for helping me out, buddy.
Σημείωση: Buddy implies a certain level of closeness or friendship, making it more personal compared to 'person'. It conveys a sense of companionship.
chap
Chap is a British slang term used to refer to a man or a person in a somewhat old-fashioned but friendly manner.
Παράδειγμα: He's a fine chap, always ready to lend a hand.
Σημείωση: Chap is less common in American English and can sound more formal or posh compared to 'person'. It carries a hint of British charm.
mate
Mate is a term commonly used in British English to refer to a friend or a person you are acquainted with.
Παράδειγμα: How's it going, mate?
Σημείωση: Mate is more prevalent in British English and carries a sense of camaraderie or friendship. It is less formal than 'person'.
gal
Gal is a slang term used informally to refer to a woman or a girl.
Παράδειγμα: She's a talented gal with a great sense of humor.
Σημείωση: Gal is more colloquial and informal compared to 'person' when referring to women. It can sound more casual or friendly.
homie
Homie is a slang term used to refer to a close friend or someone from the same neighborhood or background.
Παράδειγμα: What's up, homie? Long time no see!
Σημείωση: Homie is highly informal and is often associated with urban or hip-hop culture. It conveys a strong sense of friendship and solidarity.
Person - Παραδείγματα
Person A is a great singer.
Το άτομο A είναι σπουδαίος τραγουδιστής.
I met a very interesting person at the party.
Συνάντησα ένα πολύ ενδιαφέρον άτομο στο πάρτι.
Her personality is very outgoing.
Η προσωπικότητά της είναι πολύ εξωστρεφής.
Γραμματική του Person
Person - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: person
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): persons, person
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): person
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
person περιέχει 2 συλλαβές: per • son
Φωνητική μεταγραφή: ˈpər-sᵊn
per son , ˈpər sᵊn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Person - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
person: 300 - 400 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.