Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά

Reason

ˈrizən
Εξαιρετικά Κοινό
300 - 400
300 - 400
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.

λόγος, αιτία, λόγος (σε λογικές συζητήσεις), λογική, δικαιολογία

Σημασίες του Reason στα ελληνικά

λόγος

Παράδειγμα:
The reason for his absence was unclear.
Ο λόγος για την απουσία του ήταν ασαφής.
She explained her reasons for choosing that path.
Εξήγησε τους λόγους που διάλεξε αυτή την πορεία.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in discussions, explanations, or when providing justifications.
Σημείωση: This is a common translation for 'reason' in both philosophical and everyday contexts.

αιτία

Παράδειγμα:
What is the reason behind the project's failure?
Ποια είναι η αιτία της αποτυχίας του έργου;
The reason for the delay was a technical issue.
Η αιτία της καθυστέρησης ήταν ένα τεχνικό πρόβλημα.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Often used in scientific, technical, or analytical discussions.
Σημείωση: This term often refers to causation rather than justification.

λόγος (σε λογικές συζητήσεις)

Παράδειγμα:
He has a good reason for his argument.
Έχει έναν καλό λόγο για το επιχείρημά του.
Can you give me a reason why I should trust you?
Μπορείς να μου δώσεις έναν λόγο γιατί να σε εμπιστευτώ;
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used in everyday conversations, debates, or discussions.
Σημείωση: In this context, 'reason' implies justification or motive.

λογική

Παράδειγμα:
The reason behind her decision was purely logical.
Ο λόγος πίσω από την απόφασή της ήταν καθαρά λογικός.
His reasoning was sound and well-structured.
Η λογική του ήταν σωστή και καλοδομημένη.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in philosophical discussions or debates about logic.
Σημείωση: In this case, 'reason' refers to the process of thinking or logic.

δικαιολογία

Παράδειγμα:
He always has a reason for being late.
Πάντα έχει μια δικαιολογία για το ότι αργεί.
Don't make excuses; give me a real reason.
Μην κάνεις δικαιολογίες; Δώσε μου έναν πραγματικό λόγο.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used in casual conversations to refer to excuses or justifications.
Σημείωση: This meaning often has a negative connotation, implying that the reason might not be valid.

Συνώνυμα του Reason

cause

A cause is a reason for something happening or existing.
Παράδειγμα: The heavy rain was the cause of the flooding in the area.
Σημείωση: While 'reason' often implies justification or explanation, 'cause' focuses more on the factor that brings about a certain result.

motive

A motive is a reason for doing something, especially one that is hidden or not obvious.
Παράδειγμα: His motive for studying late into the night was to pass the exam.
Σημείωση: Unlike 'reason' which can be more general, 'motive' often refers to the underlying reason behind someone's actions.

purpose

Purpose refers to the reason for which something is done or created or for which something exists.
Παράδειγμα: The purpose of this meeting is to discuss the new project.
Σημείωση: While 'reason' can be a broader explanation, 'purpose' specifically highlights the intended goal or objective behind an action or existence.

rationale

Rationale refers to the fundamental reason or explanation for something.
Παράδειγμα: The rationale behind implementing this new policy is to increase productivity.
Σημείωση: Rationale is often used in more formal or academic contexts to explain the logical basis or reasoning behind a decision or action.

Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Reason

For some reason

This phrase is used to introduce a statement when the reason for something is not clear or understood.
Παράδειγμα: I don't know why, but for some reason, he didn't show up to the meeting.
Σημείωση: It emphasizes an unknown or unclear cause.

Reason with

To try to convince someone with logic or argument.
Παράδειγμα: I tried to reason with her, but she wouldn't listen to my explanation.
Σημείωση: It implies attempting to persuade through logic rather than emotion.

Reason out

To think logically about something in order to understand or solve it.
Παράδειγμα: Let's reason out why this plan isn't working and come up with a solution.
Σημείωση: It suggests a process of logical thinking and problem-solving.

Beyond reason

Excessive or unreasonable, not able to be understood or accepted.
Παράδειγμα: The prices at that store are beyond reason; I can't afford anything there.
Σημείωση: It indicates something that is unreasonable or illogical.

Give someone reason to believe

To provide evidence or justification for believing something.
Παράδειγμα: Her consistent honesty gives us reason to believe her version of the story.
Σημείωση: It suggests offering proof or justification for a belief.

In reason

Within the bounds of what is fair, sensible, or acceptable.
Παράδειγμα: His request for an extension seemed in reason, so I granted it.
Σημείωση: It indicates something that is reasonable or justifiable.

Rhyme or reason

A lack of sense or logic, no clear pattern or explanation.
Παράδειγμα: There doesn't seem to be any rhyme or reason to his actions; they're just random.
Σημείωση: It implies a lack of logic or order, often used to describe confusion or chaos.

Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Reason

Cuz

Short for 'because', commonly used in informal spoken language to explain reasons or causes.
Παράδειγμα: I can't go out tonight cuz I have to study.
Σημείωση: It is more informal and casual than 'because'.

Cos

Short for 'because', similar to 'cuz', used in informal spoken language.
Παράδειγμα: I'm staying in tonight cos I'm tired.
Σημείωση: It has the same meaning as 'because' but is more colloquial and casual.

Coz

Another variant of 'because', used informally to provide reasons or explanations.
Παράδειγμα: I couldn't come to the party coz I had to work late.
Σημείωση: Similar to 'cuz' and 'cos', it is more common in spoken language and informal writing.

Cos I

Shortened form of 'because I', used to link reasons or causes to actions in a casual way.
Παράδειγμα: I'm going to bed early cos I have an early meeting tomorrow.
Σημείωση: It is a more informal and relaxed way to connect reasons and actions compared to 'because I'.

Bc

Abbreviation of 'because', often used in text messages or informal writing for stating reasons concisely.
Παράδειγμα: Can't talk now, in a meeting. Will call u later bc I have some news.
Σημείωση: It is a more concise and informal way of expressing 'because'.

'Cause

Informal contraction of 'because', commonly used in spoken language to give reasons.
Παράδειγμα: I'm not going out tonight 'cause I need to save money.
Σημείωση: It is a more informal and colloquial way of saying 'because'.

Since

Used to introduce a reason or cause, commonly heard in spoken language to explain actions or decisions.
Παράδειγμα: Since you're busy, I'll go to the store myself.
Σημείωση: While 'since' is not slang, it is a commonly used informal word to provide reasons in a conversational way.

Reason - Παραδείγματα

Reason is important for making rational decisions.
Ο λόγος είναι σημαντικός για τη λήψη λογικών αποφάσεων.
I need a good reason to skip work today.
Χρειάζομαι έναν καλό λόγο για να παραλείψω τη δουλειά σήμερα.
The reason for the accident was the driver's negligence.
Ο λόγος για το ατύχημα ήταν η αμέλεια του οδηγού.

Γραμματική του Reason

Reason - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: reason
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): reasons, reason
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): reason
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): reasoned
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): reasoning
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): reasons
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): reason
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): reason
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
reason περιέχει 2 συλλαβές: rea • son
Φωνητική μεταγραφή: ˈrē-zᵊn
rea son , ˈrē zᵊn (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)

Reason - Σημασία και συχνότητα χρήσης

Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
reason: 300 - 400 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Το Vocafy σε βοηθά να ανακαλύψεις, να οργανώσεις και να μάθεις νέες λέξεις και φράσεις με ευκολία. Δημιούργησε εξατομικευμένες συλλογές λεξιλογίου και εξασκήσου οποτεδήποτε, οπουδήποτε.