Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Stage
steɪdʒ
Εξαιρετικά Κοινό
500 - 600
500 - 600
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
στάδιο, σκηνή, στάδιο ανάπτυξης, στάδιο εξέλιξης, στάδιο (αθλητικό)
Σημασίες του Stage στα ελληνικά
στάδιο
Παράδειγμα:
The marathon race has several stages.
Ο μαραθώνιος αγώνας έχει αρκετά στάδια.
Each stage of the project has its own challenges.
Κάθε στάδιο του έργου έχει τις δικές του προκλήσεις.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used to describe a phase or step in a process.
Σημείωση: This term is often used in both academic and everyday contexts to refer to different phases or levels of a project or activity.
σκηνή
Παράδειγμα:
The actors performed on stage beautifully.
Οι ηθοποιοί έπαιξαν στη σκηνή όμορφα.
She stepped onto the stage to give her speech.
Βγήκε στη σκηνή για να δώσει την ομιλία της.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Refers to a physical platform in theaters or public speaking settings.
Σημείωση: This meaning is commonly used in performing arts and public speaking.
στάδιο ανάπτυξης
Παράδειγμα:
The product is still in the development stage.
Το προϊόν είναι ακόμα στο στάδιο ανάπτυξης.
He is at the early stage of his career.
Είναι στο πρώιμο στάδιο της καριέρας του.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Describes a specific level of progress in development or growth.
Σημείωση: Often used in business and technology contexts to discuss phases of development.
στάδιο εξέλιξης
Παράδειγμα:
The species is at a critical stage of evolution.
Το είδος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο στάδιο εξέλιξης.
Understanding this stage of development is essential.
Η κατανόηση αυτού του σταδίου ανάπτυξης είναι ουσιώδης.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Refers to a specific point in evolution or progression.
Σημείωση: Commonly used in scientific discussions, particularly in biology.
στάδιο (αθλητικό)
Παράδειγμα:
The football team plays at their home stage.
Η ποδοσφαιρική ομάδα παίζει στο δικό της στάδιο.
The stage was filled with fans cheering for their team.
Το στάδιο ήταν γεμάτο με φιλάθλους που επευφημούσαν την ομάδα τους.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Refers to a sports venue or stadium.
Σημείωση: This meaning is often used in the context of sports and large events.
Συνώνυμα του Stage
phase
A distinct period or stage in a process or development.
Παράδειγμα: She is currently in the planning phase of the project.
Σημείωση: Phase typically refers to a specific part or step within a process, whereas stage can have a broader meaning encompassing various aspects or periods.
step
A particular point in a process.
Παράδειγμα: Completing this assignment is an essential step towards graduation.
Σημείωση: Step often implies a smaller, more specific action within a process, while stage can refer to a larger, more general phase.
level
A position on a scale of intensity or amount.
Παράδειγμα: She reached a new level of proficiency in her language skills.
Σημείωση: Level can indicate a degree or position within a progression, while stage is often used to denote a distinct period or phase.
period
A length or portion of time.
Παράδειγμα: The Renaissance was a period of great artistic achievement.
Σημείωση: Period emphasizes the duration of time, while stage may focus more on a particular phase or aspect within that time frame.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Stage
Center stage
To be in the most prominent or important position.
Παράδειγμα: The lead singer took center stage during the concert.
Σημείωση: Refers to being at the focal point rather than just being on a physical stage.
Set the stage
To create the conditions necessary for something to happen.
Παράδειγμα: The economic downturn set the stage for widespread unemployment.
Σημείωση: Implies preparation or creating a situation rather than performing on a stage.
Stage fright
Nervousness or fear experienced by a performer before or during a performance.
Παράδειγμα: She couldn't go on stage because of her stage fright.
Σημείωση: Relates to the anxiety performers feel, not just the physical platform.
On stage
Performing in front of an audience, typically on a platform.
Παράδειγμα: The actors were on stage rehearsing for the play.
Σημείωση: Directly performing or presenting, rather than just being in the theatrical space.
Backstage
The area behind the stage where performers and crew prepare for their roles.
Παράδειγμα: The crew worked backstage to prepare the props for the next scene.
Σημείωση: Refers to the area behind the physical stage, where preparations are made rather than the performance itself.
Upstage
To draw attention to oneself at the expense of someone else.
Παράδειγμα: The supporting actor tried to upstage the lead with his performance.
Σημείωση: Originally a theatrical term, now used in a broader sense to denote overshadowing or outshining someone.
Stage a comeback
To make a successful return after a period of decline or inactivity.
Παράδειγμα: After years of retirement, the singer staged a comeback with a new album.
Σημείωση: Involves re-entering the public eye or spotlight, not just physically being on a stage.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Stage
Stage a protest
To organize and carry out a public demonstration or event to express disapproval or make a demand.
Παράδειγμα: Many citizens decided to stage a protest against the new law.
Σημείωση: Different from 'stage' as it implies planning and executing a public action.
Stage a robbery
To plan and execute a fake or real robbery, often used in the context of committing a crime or a theatrical performance.
Παράδειγμα: The thieves planned to stage a robbery at the bank.
Σημείωση: Varies from 'stage' as it involves orchestrating a robbery, whether real or simulated.
Stage an intervention
To organize and confront someone about their destructive behavior or addiction in order to help them.
Παράδειγμα: His friends decided to stage an intervention for his drinking problem.
Σημείωση: Contrasts with 'stage' by suggesting a deliberate and planned intervention for someone's benefit.
Stage a prank
To plan and carry out a practical joke or a humorous trick on someone.
Παράδειγμα: They decided to stage a prank on April Fool's Day.
Σημείωση: Differs from 'stage' by involving a planned and often light-hearted practical joke or trick.
Stage - Παραδείγματα
The actors are rehearsing on the stage.
Οι ηθοποιοί κάνουν πρόβες στη σκηνή.
The project is in the final stage.
Το έργο είναι στην τελική φάση.
The disease is in an advanced stage.
Η ασθένεια είναι σε προχωρημένο στάδιο.
Γραμματική του Stage
Stage - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: stage
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): stages
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): stage
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): staged
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): staging
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): stages
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): stage
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): stage
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
stage περιέχει 1 συλλαβές: stage
Φωνητική μεταγραφή: ˈstāj
stage , ˈstāj (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Stage - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
stage: 500 - 600 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.