Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά

Third

θərd
Εξαιρετικά Κοινό
800 - 900
800 - 900
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.

Τρίτος (Tritos), Τρίτο (Trito), Τρίτη (Triti), Τρίτος (Tritos) σε αριθμούς (third in fractions)

Σημασίες του Third στα ελληνικά

Τρίτος (Tritos)

Παράδειγμα:
She finished in third place in the race.
Τελείωσε τρίτη στον αγώνα.
He is the third person to arrive.
Είναι ο τρίτος που έφτασε.
Χρήση: InformalΣυμφραζόμενα: Used in competitions, rankings, or order of arrival.
Σημείωση: This is the most common use of 'third' in terms of ranking or sequence.

Τρίτο (Trito)

Παράδειγμα:
I will take the third option.
Θα επιλέξω την τρίτη επιλογή.
The third chapter of the book is very interesting.
Το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου είναι πολύ ενδιαφέρον.
Χρήση: Formal/InformalΣυμφραζόμενα: Used when referring to choices, options, or sections.
Σημείωση: This form is often used in discussions about selections or parts of a whole.

Τρίτη (Triti)

Παράδειγμα:
Wednesday is the third day of the week.
Η Τετάρτη είναι η τρίτη μέρα της εβδομάδας.
My birthday is on the third of April.
Τα γενέθλιά μου είναι στις τρίτης Απριλίου.
Χρήση: Formal/InformalΣυμφραζόμενα: Used in reference to days of the week or specific dates.
Σημείωση: This usage is common when discussing the order of days or calendar dates.

Τρίτος (Tritos) σε αριθμούς (third in fractions)

Παράδειγμα:
One third of the cake was eaten.
Ένα τρίτο της τούρτας φαγώθηκε.
She divided the money into thirds.
Δημιούργησε το ποσό σε τρίτα.
Χρήση: FormalΣυμφραζόμενα: Used in mathematical or financial contexts.
Σημείωση: This meaning is often used in fractions or divisions, indicating a part of a whole.

Συνώνυμα του Third

thirdly

Thirdly is an adverb that indicates the third step or point in a sequence or argument.
Παράδειγμα: Thirdly, we need to consider the impact on the environment.
Σημείωση: Thirdly is used to introduce the third point in a series or list.

tertiary

Tertiary is an adjective that refers to the third in order or level.
Παράδειγμα: She is pursuing her tertiary education at a prestigious university.
Σημείωση: Tertiary is often used in academic contexts to describe the third level of education or a third-order ranking.

trifecta

Trifecta is a noun that represents a set of three related things or a combination of three successful elements.
Παράδειγμα: The trifecta of flavors in this dish creates a harmonious blend.
Σημείωση: Trifecta is more informal and is often used in a metaphorical sense to describe a winning combination of three elements.

Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Third

Third time's a charm

This phrase suggests that after two failed attempts, the third try will be successful.
Παράδειγμα: I failed my driving test twice, but they say third time's a charm.
Σημείωση: The phrase 'third time's a charm' conveys a sense of hope or optimism despite previous failures.

Third wheel

Refers to a person who is present in a social situation where the other two people are in a romantic relationship, making the third person feel left out.
Παράδειγμα: I hate being the third wheel when my friends go out on dates.
Σημείωση: The original word 'third' refers to the numerical position, while 'third wheel' describes a social dynamic.

Third degree

To interrogate someone intensely or thoroughly, often in a harsh or aggressive manner.
Παράδειγμα: The police gave him the third degree during the interrogation.
Σημείωση: In this context, 'third degree' refers to intense questioning, not the numerical position.

Third world

Originally used to describe countries that were not aligned with NATO or the Communist Bloc during the Cold War, now commonly refers to developing or underdeveloped countries.
Παράδειγμα: Many initiatives aim to improve healthcare in third world countries.
Σημείωση: In this case, 'third world' refers to countries with lower economic development, not the third position in a sequence.

Third party

Refers to a person or organization not directly involved in a legal or business transaction but who may intervene or provide assistance.
Παράδειγμα: We had to involve a third party to help us resolve the argument.
Σημείωση: In this context, 'third party' refers to an external entity, not the numerical position.

Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Third

Third base

In sexual terms, reaching third base is a baseball metaphor for getting to the stage of touching below the waist.
Παράδειγμα: They went to third base on their date last night.
Σημείωση: The original word 'third' refers to the number three, but in this slang term, 'third base' has a sexual connotation.

Third eye

A metaphysical concept referring to an invisible eye that provides perception beyond ordinary sight.
Παράδειγμα: Meditation helps unlock your third eye for spiritual insight.
Σημείωση: The term 'third eye' is metaphorical and symbolic, unlike the physical meaning of the word 'third'.

Third rail

A subject that is extremely sensitive or controversial, leading to strong reactions.
Παράδειγμα: Discussing politics can be a third rail topic at family gatherings.
Σημείωση: The term 'third rail' is figurative and refers to a dangerous element in a literal sense, in contrast to the ordinal number 'third'.

Third - Παραδείγματα

Third time's the charm.
Η τρίτη φορά είναι γοητευτική.
He finished third in the race.
Τελείωσε τρίτος στον αγώνα.
The third book in the series is my favorite.
Το τρίτο βιβλίο της σειράς είναι το αγαπημένο μου.

Γραμματική του Third

Third - Επίθετο (Adjective) / Επίθετο (Adjective)
Λήμμα: third
Κλίσεις
Επίρρημα (Adverb): third
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): thirded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): thirding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): thirds
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): third
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): third
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
third περιέχει 1 συλλαβές: third
Φωνητική μεταγραφή: ˈthərd
third , ˈthərd (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)

Third - Σημασία και συχνότητα χρήσης

Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
third: 800 - 900 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Το Vocafy σε βοηθά να ανακαλύψεις, να οργανώσεις και να μάθεις νέες λέξεις και φράσεις με ευκολία. Δημιούργησε εξατομικευμένες συλλογές λεξιλογίου και εξασκήσου οποτεδήποτε, οπουδήποτε.