Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Title
ˈtaɪdl
Εξαιρετικά Κοινό
800 - 900
800 - 900
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
τίτλος, δικαίωμα, τίτλος (σε πτυχία ή θέσεις εργασίας), τίτλος (σε μουσική)
Σημασίες του Title στα ελληνικά
τίτλος
Παράδειγμα:
The title of the book is intriguing.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι ενδιαφέρων.
She won the title of best actress.
Κέρδισε τον τίτλο της καλύτερης ηθοποιού.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in literature, awards, and formal documents.
Σημείωση: This meaning refers to the name of a work, like a book, movie, or any creative work.
δικαίωμα
Παράδειγμα:
He has the title to the land.
Έχει το δικαίωμα για τη γη.
They disputed the title of ownership.
Αμφισβήτησαν το δικαίωμα ιδιοκτησίας.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in legal or property contexts.
Σημείωση: This meaning pertains to legal rights or ownership of property.
τίτλος (σε πτυχία ή θέσεις εργασίας)
Παράδειγμα:
Her title is Senior Manager.
Ο τίτλος της είναι Ανώτερη Διευθύντρια.
He holds the title of Director.
Κατέχει τον τίτλο του Διευθυντή.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in job positions or academic degrees.
Σημείωση: This meaning indicates a position or rank in a professional or academic setting.
τίτλος (σε μουσική)
Παράδειγμα:
The song's title is catchy.
Ο τίτλος του τραγουδιού είναι ελκυστικός.
Do you know the title of this piece?
Ξέρεις τον τίτλο αυτού του κομματιού;
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used in music and song discussions.
Σημείωση: This usage applies to the name of a piece of music or a song.
Συνώνυμα του Title
name
A name can refer to a title given to a person to signify their status or achievement.
Παράδειγμα: She won the award for Best Actress, adding another prestigious name to her list of accomplishments.
Σημείωση: While a title is often associated with a formal designation or position, a name can be more general and personal.
designation
A designation is an official title or name given to someone or something.
Παράδειγμα: The designation of 'Chief Financial Officer' carries significant responsibilities within the company.
Σημείωση: Designation often implies a specific role or position, while title can be more general.
appellation
An appellation is a name or title used to describe or identify something.
Παράδειγμα: The wine was of such high quality that it deserved the appellation 'Grand Cru'.
Σημείωση: Appellation is often used in a more specialized or formal context, such as in wine classification or legal terms.
caption
A caption is a title or brief explanation accompanying an illustration or photograph.
Παράδειγμα: The caption beneath the painting provided the title and artist's name.
Σημείωση: While a title can be a standalone designation, a caption is typically supplementary information.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Title
Titleholder
A person who currently holds a particular title, especially in sports or competitions.
Παράδειγμα: She is the current titleholder of the championship.
Σημείωση: Titleholder specifically refers to a person holding a title, whereas 'title' can refer to a name or label given to something.
Title track
The main song of an album or movie that shares the same name as the album or movie itself.
Παράδειγμα: The title track of the album is a fan favorite.
Σημείωση: Title track refers to a specific song on an album or movie, while 'title' is a more general term for a name or label.
Title role
The main character in a movie, play, or book whose name is also the title of the work.
Παράδειγμα: He played the title role in the play 'Hamlet'.
Σημείωση: Title role refers to the main character of a work, while 'title' is a broader term for a name or label.
Title deed
A legal document that proves ownership of a property or asset.
Παράδειγμα: He finally received the title deed to his new house.
Σημείωση: Title deed specifically refers to a legal document, while 'title' can refer to any name or label.
Title sequence
The series of visuals and music that appear at the beginning of a movie or TV show, displaying the title and credits.
Παράδειγμα: The title sequence of the movie set the tone for the entire film.
Σημείωση: Title sequence is a visual and auditory component related to the title of a movie or show, while 'title' is simply the name or label of something.
Title loan
A high-interest loan where the borrower uses their vehicle title as collateral.
Παράδειγμα: He took out a title loan using his car as collateral.
Σημείωση: Title loan is a specific type of loan that involves using a vehicle title as collateral, while 'title' is a more general term for a name or label.
Title IX
A federal law in the United States that prohibits discrimination on the basis of sex in any educational program or activity.
Παράδειγμα: Title IX of the Education Amendments Act of 1972 prohibits sex-based discrimination in education.
Σημείωση: Title IX is a specific law addressing sex-based discrimination in education, while 'title' is a more general term for a name or label.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Title
Title
In informal spoken language, 'title' can be used to describe something that is deserving of recognition or acknowledgment, usually in a positive context.
Παράδειγμα: That movie was so good, it deserves the title of best picture of the year.
Σημείωση: In this slang usage, 'title' shifts from being a formal name or label to a more colloquial descriptor of excellence.
Title it
To 'title it' means to give a name or label to something in a casual manner, often used when deciding on how to categorize or describe a situation or event.
Παράδειγμα: Let's just title it the best party of the year and call it a night.
Σημείωση: The slang term 'title it' simplifies the act of assigning a name or title to something compared to the traditional formality associated with titles.
Title shot
A 'title shot' typically refers to an opportunity to compete for a championship or prestigious position, often earned through hard work or skill.
Παράδειγμα: She's been working hard for years and finally got her title shot at the championship.
Σημείωση: This slang term borrows the concept of a 'title' from sports terminology but broadens its application to include any significant opportunity or chance.
Title character
In this context, 'title character' refers to the main character in a creative work whose name is also the title of the work (e.g., the play, movie, book).
Παράδειγμα: She played the title character in the play, showcasing her incredible acting skills.
Σημείωση: While 'title character' retains the concept of prominence associated with a main character, it specifically highlights characters whose names are part of the work's title.
Take the title
To 'take the title' means to win a competition or achieve the highest ranking or status, often used in sports or competitive contexts.
Παράδειγμα: After winning three games in a row, they were able to take the title of best team in the league.
Σημείωση: This slang term emphasizes the action of claiming or seizing the top position or recognition, differing from the static nature of traditional titles.
Title - Παραδείγματα
The title of the book is "The Great Gatsby".
Ο τίτλος του βιβλίου είναι "Ο Μεγάλος Γκάτσμπι".
Can you give me a title for my presentation?
Μπορείς να μου δώσεις έναν τίτλο για την παρουσίασή μου;
She won the championship title last year.
Κέρδισε τον τίτλο του πρωταθλήματος πέρυσι.
Γραμματική του Title
Title - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: title
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): titles, title
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): title
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): titled
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): titling
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): titles
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): title
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): title
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
title περιέχει 2 συλλαβές: ti • tle
Φωνητική μεταγραφή: ˈtī-tᵊl
ti tle , ˈtī tᵊl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Title - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
title: 800 - 900 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.