Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
True
tru
Εξαιρετικά Κοινό
500 - 600
500 - 600
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
αληθινός (alithinos), σωστός (sostos), πιστός (pistos), αληθής (alithis), ακριβής (akrivís)
Σημασίες του True στα ελληνικά
αληθινός (alithinos)
Παράδειγμα:
Is this story true?
Είναι αυτή η ιστορία αληθινή;
He is a true friend.
Είναι ένας αληθινός φίλος.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used for factual accuracy or sincerity in relationships.
Σημείωση: Used to describe something that is genuine or not false.
σωστός (sostos)
Παράδειγμα:
That's the true answer to the question.
Αυτή είναι η σωστή απάντηση στην ερώτηση.
You need to find the true cause of the problem.
Πρέπει να βρεις την σωστή αιτία του προβλήματος.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Often used in discussions involving correctness or accuracy.
Σημείωση: Can also imply the right or appropriate way of doing something.
πιστός (pistos)
Παράδειγμα:
She is true to her word.
Είναι πιστή στον λόγο της.
He remained true to his beliefs.
Έμεινε πιστός στις πεποιθήσεις του.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used to describe loyalty or fidelity.
Σημείωση: Often used in contexts involving personal integrity or loyalty.
αληθής (alithis)
Παράδειγμα:
The report is true.
Η έκθεση είναι αληθής.
Her statement was true.
Η δήλωσή της ήταν αληθής.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Primarily used in formal writing or discussions to denote factual truth.
Σημείωση: More commonly used in academic or legal contexts.
ακριβής (akrivís)
Παράδειγμα:
He gave a true account of the events.
Έδωσε μια ακριβή αναφορά για τα γεγονότα.
The measurements are true.
Οι μετρήσεις είναι ακριβείς.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Describes precision or exactness.
Σημείωση: Often used in scientific or technical contexts.
Συνώνυμα του True
accurate
Accurate means free from error and true in a particular situation or context.
Παράδειγμα: Her prediction turned out to be accurate.
Σημείωση: Accurate implies correctness or precision in details.
correct
Correct implies being free from error and conforming to fact or truth.
Παράδειγμα: The answer you provided is correct.
Σημείωση: Correct can be used more broadly, not just in terms of truth but also in terms of being right or appropriate.
genuine
Genuine means truly what something is said to be; authentic.
Παράδειγμα: She showed genuine concern for her friend's well-being.
Σημείωση: Genuine often conveys a sense of authenticity or sincerity.
authentic
Authentic means being genuine and not a copy or imitation.
Παράδειγμα: The painting was confirmed to be an authentic masterpiece.
Σημείωση: Authentic emphasizes originality and legitimacy.
faithful
Faithful means true to one's word, promises, allegiance, or vows.
Παράδειγμα: He has been a faithful friend for many years.
Σημείωση: Faithful often relates to loyalty or commitment.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του True
True colors
This phrase refers to someone revealing their real character or intentions, especially when it is negative or unexpected.
Παράδειγμα: She showed her true colors when she refused to help us.
Σημείωση: The phrase 'true colors' focuses on revealing someone's true nature or intentions rather than just being 'true' in a factual sense.
True to form
This idiom means behaving in a way that is typical or characteristic of someone or something.
Παράδειγμα: He was late again, true to form.
Σημείωση: The phrase 'true to form' emphasizes consistency in behavior or actions rather than just being 'true' in a literal sense.
True love
This phrase refers to genuine, deep, and sincere affection between two people.
Παράδειγμα: They have been together for years; it's a true love story.
Σημείωση: While 'true' can simply mean accurate or correct, 'true love' conveys a deep and genuine emotional connection between individuals.
True grit
This idiom means having courage, perseverance, and determination in the face of challenges.
Παράδειγμα: She has shown true grit in overcoming all the obstacles in her path.
Σημείωση: The term 'true grit' goes beyond just being 'true' in the sense of being genuine; it emphasizes strength and resilience in difficult situations.
True believer
This phrase refers to someone who has unwavering faith or conviction in a particular cause, idea, or religion.
Παράδειγμα: As a true believer in environmental conservation, she always recycles and uses eco-friendly products.
Σημείωση: While 'true' can denote accuracy or authenticity, 'true believer' highlights a strong commitment and belief in something specific.
Ring true
This idiom means to seem convincing, plausible, or genuine.
Παράδειγμα: His explanation didn't ring true with the evidence we found.
Σημείωση: The expression 'ring true' focuses on the credibility or believability of a statement or explanation, rather than just being 'true' in a factual sense.
All true
This phrase is used to confirm that something someone said is accurate or correct.
Παράδειγμα: She said it was going to rain, and it did—she was all true about the weather.
Σημείωση: While 'true' can indicate correctness or accuracy, 'all true' confirms the accuracy of a statement or prediction made by someone.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του True
Tru dat
Tru dat is a slang term used to express agreement or affirmation, similar to saying 'that's true' or 'I agree'. It is commonly used in informal conversations.
Παράδειγμα: A: I can't believe we have a test tomorrow. B: Tru dat.
Σημείωση: Tru dat is a casual and shortened version of 'true that'.
For real
For real is a slang term used to express genuine surprise, disbelief, or confirmation. It is often used to inquire about the truth or authenticity of information.
Παράδειγμα: A: Sarah said she's moving to Spain. B: For real? That's exciting!
Σημείωση: For real is an informal way to inquire about the truth, similar to asking 'really?' or 'seriously?'
Word
Word is a slang term used to show agreement, endorsement, or acknowledgment. It can also mean 'I agree' or 'that's true'. It originated in hip-hop culture.
Παράδειγμα: A: I aced my presentation. B: Word? That's impressive!
Σημείωση: Word is an informal way of saying 'that's true' or 'I agree'.
Facts
Facts is a slang term used to affirm the truth or validity of a statement. It emphasizes agreement with a particular point or assertion.
Παράδειγμα: A: LeBron James is one of the greatest basketball players. B: Facts.
Σημείωση: Facts is a straightforward way to express agreement or acknowledge a truth.
Bet
Bet is a slang term used to confirm a statement, make a promise, or accept a challenge. It can also mean 'okay' or 'I agree'.
Παράδειγμα: A: I'll be there by 8 pm. B: Bet.
Σημείωση: Bet is a casual way to agree or confirm, similar to saying 'sure' or 'deal'.
No cap
No cap is a slang term that means 'no lie' or 'no exaggeration'. It is used to emphasize the truthfulness or sincerity of what is being said.
Παράδειγμα: A: This movie is so boring. B: No cap, I fell asleep halfway through.
Σημείωση: No cap is a modern slang term to indicate honesty or authenticity, especially in Generation Z.
Straight up
Straight up is a slang term used to affirm the truthfulness, directness, or honesty of a statement. It can also mean 'exactly' or 'absolutely'.
Παράδειγμα: A: I think we should leave early to avoid traffic. B: Yeah, straight up.
Σημείωση: Straight up emphasizes a direct and candid way of speaking, similar to saying 'honestly' or 'frankly'.
True - Παραδείγματα
True love never dies.
Η αληθινή αγάπη ποτέ δεν πεθαίνει.
Is it true that you won the lottery?
Είναι αλήθεια ότι κέρδισες το λαχείο;
The true meaning of life is different for everyone.
Η αληθινή σημασία της ζωής είναι διαφορετική για τον καθένα.
Γραμματική του True
True - Επίθετο (Adjective) / Επίθετο (Adjective)
Λήμμα: true
Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): trueer
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): truest
Επίθετο (Adjective): true
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): trued
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): truing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): trues
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): true
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): true
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
true περιέχει 1 συλλαβές: true
Φωνητική μεταγραφή: ˈtrü
true , ˈtrü (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
True - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
true: 500 - 600 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.