Λεξικό
Αγγλικά - Ιαπωνικά
Premise
ˈprɛməs
Πολύ Κοινό
~ 2200
~ 2200
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
前提 (ぜんてい), premises (プレミス)
Σημασίες του Premise στα ιαπωνικά
前提 (ぜんてい)
Παράδειγμα:
The premise of the story is quite intriguing.
この物語の前提は非常に興味深いです。
We need to establish the premise before starting the discussion.
議論を始める前に前提を確立する必要があります。
Χρήση: FormalΣυμφραζόμενα: Used in discussions, writing, and academic contexts to denote foundational ideas or assumptions.
Σημείωση: The term '前提' can refer to assumptions in logical arguments, theories, or narratives.
premises (プレミス)
Παράδειγμα:
The company moved to a new premises last month.
その会社は先月新しいプレミスに移転しました。
The restaurant is located on the premises of a historic building.
そのレストランは歴史的な建物のプレミスにあります。
Χρήση: FormalΣυμφραζόμενα: Used in business and legal contexts to refer to the physical location or property where activities take place.
Σημείωση: In this context, 'プレミス' is borrowed from English and refers to a physical space or establishment.
Συνώνυμα του Premise
premise
A statement or proposition that forms the basis for a work or theory.
Παράδειγμα: The premise of the argument was flawed.
Σημείωση:
assumption
A thing that is accepted as true or as certain to happen, without proof.
Παράδειγμα: She made the assumption that he would be late.
Σημείωση: Assumption often implies accepting something as true without evidence, while a premise is a statement or proposition upon which an argument is based.
hypothesis
A supposition or proposed explanation made on the basis of limited evidence as a starting point for further investigation.
Παράδειγμα: The scientist formulated a hypothesis to explain the results.
Σημείωση: A hypothesis is more specific than a premise, as it is a proposed explanation to be tested in scientific research.
proposition
A statement or assertion that expresses a judgment or opinion.
Παράδειγμα: The philosophical proposition was debated among scholars.
Σημείωση: While a premise can be part of an argument, a proposition is a statement that can stand alone as an opinion or idea.
thesis
A statement or theory that is put forward as a premise to be maintained or proved.
Παράδειγμα: The student presented a compelling thesis on climate change.
Σημείωση: A thesis is often used in academic writing to refer to a central claim or argument, whereas a premise can be a foundational statement in any argument.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Premise
On the premise that
This phrase is used to introduce the basis or condition on which something is done or believed.
Παράδειγμα: I agreed to help, on the premise that you will also contribute.
Σημείωση: This phrase adds more context and specifies the condition or basis for a particular action or belief.
Under the premise
This phrase means based on the assumption or belief that something is true.
Παράδειγμα: The project was completed under the premise that all team members would cooperate.
Σημείωση: It emphasizes that a particular action or decision was made based on a specific assumption.
False premise
Refers to an incorrect or unsupported assumption that forms the basis of an argument or belief.
Παράδειγμα: The argument fell apart due to its false premise.
Σημείωση: It highlights the flaw in reasoning or argumentation that arises from an incorrect initial assumption.
Premise of an argument
Refers to the foundational statement or proposition on which an argument is based.
Παράδειγμα: The premise of his argument was that all humans are inherently good.
Σημείωση: It specifically points to the foundational statement that serves as the starting point for a logical argument.
Starting premise
The initial assumption or belief that serves as the foundation for further reasoning or actions.
Παράδειγμα: We need to question the starting premise before proceeding with the project.
Σημείωση: It emphasizes the importance of examining the initial assumption before moving forward with any plans or actions.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Premise
On the premise of
Used to mean based on the assumption of something happening or being true.
Παράδειγμα: I’m not sure we should make plans on the premise of good weather; the forecast keeps changing.
Σημείωση: Similar to 'on the assumption that,' 'on the condition that.'
Premise this
Used to introduce a statement that will serve as the basis for a subsequent argument or discussion.
Παράδειγμα: Premise this: If we don’t act now, we might regret it later.
Σημείωση: Informal and colloquial way of introducing a premise.
Premise is
Used to introduce a succinct summary or main idea.
Παράδειγμα: The premise is simple: work hard, play hard.
Σημείωση: A concise way of stating the main point or idea without elaborating.
Premise that
Used to establish an assumption or hypothetical situation as a starting point.
Παράδειγμα: Let’s operate on the premise that everyone is doing their best until proven otherwise.
Σημείωση: Setting a foundational belief or condition for further discussion or analysis.
Premise is as follows
Used to present a list or sequence of related ideas or steps.
Παράδειγμα: The premise is as follows: actions speak louder than words.
Σημείωση: Structured way of presenting multiple premises or ideas in a clear manner.
Premise being
Used to acknowledge a previously stated premise and transition to the next point.
Παράδειγμα: With that premise being established, let’s move on to the next topic.
Σημείωση: Indicates the acceptance or acknowledgment of a given premise in the discussion.
Premise - Παραδείγματα
The premise of the argument is flawed.
The story's premise is intriguing.
The movie's premise is simple but effective.
Γραμματική του Premise
Premise - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: premise
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): premises
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): premise
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): premised
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): premising
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): premises
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): premise
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): premise
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
premise περιέχει 2 συλλαβές: prem • ise
Φωνητική μεταγραφή: ˈpre-məs
prem ise , ˈpre məs (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Premise - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
premise: ~ 2200 (Πολύ Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.