Λεξικό
Αγγλικά - Ολλανδικά
Million
ˈmɪljən
Εξαιρετικά Κοινό
600 - 700
600 - 700
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
miljoen, miljoen (figurative)
Σημασίες του Million στα ολλανδικά
miljoen
Παράδειγμα:
There are a million stars in the sky.
Er zijn een miljoen sterren aan de hemel.
I earned a million dollars last year.
Ik heb vorig jaar een miljoen dollar verdiend.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used in financial contexts, population statistics, and general counting.
Σημείωση: The word 'miljoen' is used for the numerical value of one million (1,000,000). It’s a common term in both spoken and written Dutch.
miljoen (figurative)
Παράδειγμα:
I've told you a million times to clean your room.
Ik heb je een miljoen keer verteld je kamer op te ruimen.
There are a million reasons to be happy.
Er zijn een miljoen redenen om gelukkig te zijn.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used figuratively to emphasize a large number or frequency in everyday speech.
Σημείωση: In this context, 'miljoen' implies that the actual number is not literal but serves to enhance the expression.
Συνώνυμα του Million
a million
The phrase 'a million' is often used to refer to a large, unspecified number of things or people.
Παράδειγμα: There were a million stars in the sky.
Σημείωση: The phrase 'a million' is more commonly used in informal contexts compared to simply 'million'.
a meg
'Meg' is a slang term derived from 'million' and is used informally to refer to a million units of currency.
Παράδειγμα: He earned a meg bucks from that deal.
Σημείωση: The term 'meg' is slang and may not be appropriate for formal writing or speech.
a grand
'Grand' is a colloquial term used to mean a thousand units of a currency, but it is sometimes informally extended to mean a million units.
Παράδειγμα: The project cost a grand total of $1 million.
Σημείωση: While 'grand' is more commonly used to refer to a thousand units, it can also be used informally to refer to a million units.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Million
A million dollars
Refers to a large amount of money, specifically one million dollars.
Παράδειγμα: She won a million dollars in the lottery.
Σημείωση: Specifically refers to the amount of money, not just the number.
One in a million
Describes something or someone as extremely rare or unique.
Παράδειγμα: Finding a friend like her is one in a million.
Σημείωση: Emphasizes rarity or uniqueness, not just the numerical value.
Not in a million years
Indicates something that is highly unlikely or impossible to happen.
Παράδειγμα: I would never have expected to win. Not in a million years.
Σημείωση: Expresses impossibility rather than focusing on the numerical value.
A million and one
Means a very large or excessive number of something.
Παράδειγμα: She has a million and one excuses for being late.
Σημείωση: Emphasizes a large quantity, adding a sense of exaggeration.
Make a million
Refers to earning or accumulating a million units of currency, usually money.
Παράδειγμα: His goal is to make a million before he turns 30.
Σημείωση: Focuses on the achievement of earning a substantial amount, not just the number itself.
Million-dollar question
Refers to a crucial or pivotal question that is difficult to answer.
Παράδειγμα: The million-dollar question is whether they will accept the offer.
Σημείωση: Indicates significance and difficulty of a question, not just its numerical value.
Ten million dollar smile
Describes a beautiful or captivating smile.
Παράδειγμα: Her ten million dollar smile brightened up the room.
Σημείωση: Associates a smile with being valuable or attractive, not just a specific amount of money.
In the millions
Refers to a very large amount, often used in financial contexts.
Παράδειγμα: The company's revenue is in the millions.
Σημείωση: Describes a vast quantity without specifying an exact number.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Million
A dime a million
This slang means something is very common or easily found, like finding a dime.
Παράδειγμα: I can't believe you found that rare comic; they're usually a dime a million.
Σημείωση: The original phrase 'a dime a dozen' means something is very common, while 'a dime a million' exaggerates the abundance.
Milli
Informal shortening of 'million'.
Παράδειγμα: I'll text you later, milli?
Σημείωση: Informal slang used in casual conversation to refer to a million, often in a quicker or more relaxed manner.
All the Millions
Refers to a massive quantity or amount of something.
Παράδειγμα: I've checked all the millions of files, but I still can't find the document.
Σημείωση: The added emphasis on 'all' amplifies the enormity of the quantity, making it sound even larger than just 'millions'.
A cool million
Used to describe a large or impressive amount of money, typically without needing to be exact.
Παράδειγμα: She won a cool million in the lottery last night.
Σημείωση: The term 'cool' adds a sense of stylishness or casualness to the large sum of money, making it sound more impressive or appealing.
Zillion
An exaggerated and informal way of saying 'a huge, unspecified number'.
Παράδειγμα: I have a zillion things to do before the party tonight.
Σημείωση: While 'million' is a specific number, 'zillion' is a made-up term to emphasize a vast or overwhelming quantity without specifying an exact number.
Mill
Used informally to describe a large quantity or amount of something without being precise.
Παράδειγμα: We're going to need to move at full speed to mill about a ton of paperwork.
Σημείωση: Slang term 'mill' is a shortened, casual way of referring to a million, especially in contexts where the quantity is substantial but not precisely counted.
Million - Παραδείγματα
There are over a million people living in this city.
Er wonen meer dan een miljoen mensen in deze stad.
He became a millionaire after selling his company.
Hij werd miljonair na de verkoop van zijn bedrijf.
The project cost several billion dollars.
Het project kostte verschillende miljarden dollars.
Γραμματική του Million
Million - Αριθμητικό (Numeral) / Βασικός αριθμός (Cardinal number)
Λήμμα: million
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): millions, million
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): million
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
million περιέχει 2 συλλαβές: mil • lion
Φωνητική μεταγραφή: ˈmi(l)-yən
mil lion , ˈmi(l) yən (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Million - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
million: 600 - 700 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.