Ερμηνευτικό λεξικό
Αγγλικά
Tend
tɛnd
Εξαιρετικά Κοινό
800 - 900
800 - 900
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Tend -
To have a tendency or inclination towards a particular behavior or action
Παράδειγμα: She tends to arrive late to meetings.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: everyday conversations
Σημείωση: Used to express a usual behavior or habit
To take care of or look after something or someone
Παράδειγμα: She tends to her garden every morning.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: caregiving situations
Σημείωση: Often used in contexts related to nurturing or caring for someone or something
To apply oneself to the care of or watch over
Παράδειγμα: He tends the sheep in the pasture.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: farming or agricultural settings
Σημείωση: Commonly used in the context of farming or agriculture
Συνώνυμα του Tend
Attend
To be present at or go regularly to; to take care of or look after.
Παράδειγμα: She tends to attend all the meetings.
Σημείωση: While 'tend' implies a general inclination or behavior, 'attend' specifically refers to being present at an event or meeting.
Care for
To look after and provide for the needs of someone or something.
Παράδειγμα: She tends to care for her plants diligently.
Σημείωση: This synonym emphasizes the aspect of providing care and support, similar to 'tend' in terms of taking care of something.
Manage
To be in charge of and make decisions about how something is run or used.
Παράδειγμα: He tends to manage his time effectively.
Σημείωση: While 'tend' suggests a general tendency or behavior, 'manage' is more about actively controlling or overseeing something.
Watch over
To protect and keep an eye on someone or something.
Παράδειγμα: The shepherd tends to watch over his flock day and night.
Σημείωση: This synonym highlights the aspect of vigilance and protection, similar to 'tend' in terms of looking after and caring for something.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Tend
Tend to
This phrase means to have a tendency or habit of doing something.
Παράδειγμα: She tends to arrive late for meetings.
Σημείωση: The phrase 'tend to' adds the aspect of habit or inclination to the verb 'tend.'
Tend towards
It means to have a natural inclination or tendency towards something.
Παράδειγμα: His opinions tend towards the conservative side.
Σημείωση: The addition of 'towards' specifies the direction or leaning of the tendency.
Tend the garden
To take care of or look after a garden by watering, weeding, and pruning.
Παράδειγμα: She enjoys tending the garden on weekends.
Σημείωση: In this context, 'tend' means to care for or manage, specifically in relation to a garden.
Tend bar
To work as a bartender, serving drinks and managing a bar.
Παράδειγμα: He worked part-time to tend bar at a local pub.
Σημείωση: Here, 'tend' is used in the sense of managing or serving at a bar.
Tenderness of heart
Refers to having a kind, compassionate, or sensitive heart.
Παράδειγμα: Her tenderness of heart made her empathetic towards others.
Σημείωση: This phrase uses 'tenderness' to describe a quality rather than an action.
Tend to business
To focus on and take care of important tasks or responsibilities.
Παράδειγμα: It's time to stop chatting and tend to business.
Σημείωση: It emphasizes the need to address important matters seriously and promptly.
Tend one's flock
To look after and care for a group of animals or people under one's responsibility.
Παράδειγμα: The shepherd diligently tends his flock of sheep.
Σημείωση: In this context, 'tend' refers to the act of caring for a group, such as a flock.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Tend
Tenderfoot
A newcomer or inexperienced person.
Παράδειγμα: He struggled on the hike because he's a tenderfoot.
Σημείωση: Refers to someone inexperienced rather than a specific action.
Tenderoni
A term of endearment for a romantic partner or someone special.
Παράδειγμα: She's my tenderoni, always taking care of me.
Σημείωση: Derived from 'tender' to imply affection or romantic connection.
Tendies
Short for 'chicken tenders,' a type of fried chicken strips.
Παράδειγμα: I'm craving some tendies from that fast-food place.
Σημείωση: A slang term for a specific type of food rather than a general action.
Tendie
A term for an aesthetic object or feature that enhances a space.
Παράδειγμα: That painting is such a tendie, it really ties the room together.
Σημείωση: Used to describe an object's visual appeal or contribution rather than an action.
Attendant
Someone who assists or serves others in a particular capacity.
Παράδειγμα: She's the attendant at the front desk, helping customers check in.
Σημείωση: Refers to a specific role or job function rather than a general tendency.
Tendril
A thin, twisting plant structure used for climbing or supporting.
Παράδειγμα: The tendril of ivy wound its way around the gate.
Σημείωση: Describes a physical plant part rather than a behavior or action.
Tend - Παραδείγματα
She tends to procrastinate when it comes to studying.
Γραμματική του Tend
Tend - Ρήμα (Verb) / Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form)
Λήμμα: tend
Κλίσεις
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): tended
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): tending
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): tends
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): tend
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): tend
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Tend περιέχει 1 συλλαβές: tend
Φωνητική μεταγραφή: ˈtend
tend , ˈtend (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Tend - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
Tend: 800 - 900 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.