Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Cart
kɑrt
Εξαιρετικά Κοινό
500 - 600
500 - 600
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
καρότσι, αμάξι, καρότσι παιχνιδιών, καρότσι μεταφοράς
Σημασίες του Cart στα ελληνικά
καρότσι
Παράδειγμα:
I pushed the cart through the supermarket.
Έσπρωξα το καρότσι στο σούπερ μάρκετ.
She bought a new cart for the groceries.
Αγόρασε ένα νέο καρότσι για τα ψώνια.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Shopping or transporting items
Σημείωση: The word 'καρότσι' is commonly used to refer to a shopping cart or any type of cart used for carrying items. It can also refer to a baby stroller.
αμάξι
Παράδειγμα:
The cart was pulled by a horse.
Το αμάξι τραβιόταν από ένα άλογο.
They used a cart for transporting goods.
Χρησιμοποίησαν ένα αμάξι για τη μεταφορά αγαθών.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Transportation of goods or materials
Σημείωση: In this context, 'αμάξι' refers to a cart that is often horse-drawn. It's used more in rural or historical contexts.
καρότσι παιχνιδιών
Παράδειγμα:
The child played with a toy cart.
Το παιδί έπαιξε με ένα καρότσι παιχνιδιών.
Her toy cart is filled with dolls.
Το καρότσι παιχνιδιών της είναι γεμάτο με κούκλες.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Children's play
Σημείωση: 'Καρότσι παιχνιδιών' specifically refers to toy carts that children use during playtime.
καρότσι μεταφοράς
Παράδειγμα:
They used a transport cart for the heavy boxes.
Χρησιμοποίησαν ένα καρότσι μεταφοράς για τα βαριά κουτιά.
The transport cart made it easier to move equipment.
Το καρότσι μεταφοράς έκανε πιο εύκολη τη μεταφορά του εξοπλισμού.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Moving heavy items or equipment
Σημείωση: A 'καρότσι μεταφοράς' refers to a cart that is specifically designed for moving heavier items, often seen in warehouses or during events.
Συνώνυμα του Cart
Trolley
A trolley is a wheeled vehicle typically used for carrying goods or luggage.
Παράδειγμα: She loaded her groceries onto the trolley and wheeled it to the checkout counter.
Σημείωση: Trolley is commonly used in British English and can refer to both a shopping cart and a streetcar.
Wagon
A wagon is a four-wheeled vehicle used for transporting goods or people.
Παράδειγμα: The children played with the wagon, pulling each other around the yard.
Σημείωση: Wagon is typically larger and more robust than a cart, often used for heavier loads or transportation.
Buggy
A buggy is a small, light vehicle with four wheels, typically pushed by hand.
Παράδειγμα: She pushed her baby in the buggy while shopping at the mall.
Σημείωση: Buggy is often used to refer to a stroller or a lightweight cart for transporting children or small items.
Barrow
A barrow is a flat rectangular frame with handles at each end, used for carrying loads.
Παράδειγμα: The gardener used a barrow to carry soil and plants around the garden.
Σημείωση: Barrow is more specialized and often used in gardening or construction contexts.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Cart
Off the cart
To be out of control or extreme in behavior or emotions.
Παράδειγμα: After losing the game, his emotions were completely off the cart.
Σημείωση: The original word 'cart' refers to a vehicle used for transporting goods, while 'off the cart' describes being out of control or extreme.
Put the cart before the horse
To do things in the wrong order or with incorrect priorities.
Παράδειγμα: You can't start building a house without a plan; don't put the cart before the horse.
Σημείωση: The original word 'cart' refers to a vehicle, but 'putting the cart before the horse' is a metaphorical expression about doing things in the wrong sequence.
Carte blanche
Complete freedom or authority to act as one wishes.
Παράδειγμα: The director gave the designer carte blanche to decorate the set as he pleased.
Σημείωση: While 'carte blanche' contains the word 'cart,' its meaning is about giving someone unrestricted freedom or authority.
Upset the apple cart
To disrupt or disturb a stable situation or plan.
Παράδειγμα: His unexpected resignation really upset the apple cart at the company.
Σημείωση: The original word 'cart' refers to a vehicle, but 'upsetting the apple cart' is about causing a disruption in a situation.
Keep one's cards close to one's chest
To keep one's plans, thoughts, or strategies secret.
Παράδειγμα: She never reveals her true intentions; she always keeps her cards close to her chest.
Σημείωση: While 'cart' refers to a vehicle, 'keeping one's cards close to one's chest' is a metaphorical expression about keeping secrets or being discreet.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Cart
Go-kart
A small racing car with a low body and four wheels, designed for racing on a track.
Παράδειγμα: Let's go have some fun driving go-karts at the amusement park.
Σημείωση: Derived from 'kart' as a shortened form of 'cart', it specifically refers to a small racing car.
Cartwheel
A gymnastic move in which a person makes a sideways revolving movement with the hands placed on the ground, legs and body form a circle.
Παράδειγμα: She did a perfect cartwheel to impress her friends at the beach.
Σημείωση: Although inspired by the circular shape of a cartwheel, it refers to a gymnastic movement rather than a wheel on a cart.
Cartoon
A simplified or exaggerated representation, often humorous, used to convey a message or entertain.
Παράδειγμα: I love watching cartoons on Sunday mornings with a bowl of cereal.
Σημείωση: While the term is derived from 'cartoon', which initially referred to a preliminary sketch for a painting or sculpture, its modern usage primarily represents animated shows or drawings.
Carton
A light box or container, typically one forming part of a matching set for storing or transporting items.
Παράδειγμα: Can you grab me a carton of milk from the fridge, please?
Σημείωση: Originating from 'carton', a derivative of 'cart', it now predominantly denotes packaging such as milk cartons, juice cartons, etc.
Cartel
A coalition or cooperative arrangement between businesses or organizations aimed at regulating or controlling a specific industry or market.
Παράδειγμα: The drug cartel has a strong presence in that region, controlling most of the illegal activities.
Σημείωση: Derived from 'cartel' in reference to a written agreement between belligerents to regulate the conduct of war, it now signifies a group that controls illegal activities or monopolizes a market.
Cartography
The study and practice of making maps or charts.
Παράδειγμα: His passion for cartography led him to travel the world exploring different maps and creating his own.
Σημείωση: While 'cartography' is directly related to 'cart', as maps were often used on carts in the past, the term now signifies the specialized field of map-making.
Carte Dor
A popular brand of ice cream known for its rich and creamy flavors.
Παράδειγμα: They served a delicious Carte Dor ice cream at the party, and everyone loved it.
Σημείωση: Inspired by 'carte' meaning 'card' or 'chart', and 'd'or' meaning 'gold' in French, it denotes a specific brand of ice cream rather than a cart.
Cart - Παραδείγματα
The cart was filled with groceries.
Το καρότσι ήταν γεμάτο με τρόφιμα.
The horse pulled the cart down the road.
Το άλογο τράβηξε το καρότσι κατά μήκος του δρόμου.
She pushed the cart through the aisles of the supermarket.
Αυτή έσπρωξε το καρότσι ανάμεσα στις λωρίδες του σούπερ μάρκετ.
Γραμματική του Cart
Cart - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: cart
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): carts
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): cart
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): carted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): carting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): carts
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): cart
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): cart
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
Cart περιέχει 1 συλλαβές: cart
Φωνητική μεταγραφή: ˈkärt
cart , ˈkärt (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Cart - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
Cart: 500 - 600 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.