Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά

Common

ˈkɑmən
Εξαιρετικά Κοινό
500 - 600
500 - 600
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.

κοινός (koinós), γενικός (genikós), συνηθισμένος (synithisménos), κοινότητες (koinótes)

Σημασίες του Common στα ελληνικά

κοινός (koinós)

Παράδειγμα:
It is common to see people jogging in the park.
Είναι κοινό να βλέπεις ανθρώπους να τρέχουν στο πάρκο.
They share a common interest in music.
Μοιράζονται ένα κοινό ενδιαφέρον για τη μουσική.
Χρήση: InformalΣυμφραζόμενα: Used to describe something that is shared or prevalent among a group.
Σημείωση: This meaning relates to something that is not unique and can refer to shared traits, interests, or experiences.

γενικός (genikós)

Παράδειγμα:
He gave a common explanation for the problem.
Έδωσε μια γενική εξήγηση για το πρόβλημα.
The common rule applies to everyone.
Ο γενικός κανόνας ισχύει για όλους.
Χρήση: FormalΣυμφραζόμενα: Often used in academic or formal discussions to mean general or not specific.
Σημείωση: This usage can refer to rules, principles, or statements that apply broadly.

συνηθισμένος (synithisménos)

Παράδειγμα:
That's a common mistake students make.
Αυτό είναι ένα συνηθισμένο λάθος που κάνουν οι μαθητές.
It's common to feel nervous before an exam.
Είναι συνηθισμένο να νιώθεις νευρικότητα πριν από μια εξέταση.
Χρήση: InformalΣυμφραζόμενα: Used in everyday conversation to describe something that happens frequently.
Σημείωση: This meaning emphasizes frequency and can often relate to behavior or events.

κοινότητες (koinótes)

Παράδειγμα:
The common people were affected by the new laws.
Οι κοινότητες επηρεάστηκαν από τους νέους νόμους.
He spoke on behalf of the common folk.
Μίλησε εκ μέρους των κοινών ανθρώπων.
Χρήση: FormalΣυμφραζόμενα: Refers to the general populace or community, often in political or social discussions.
Σημείωση: This usage can highlight social classes or groups, often contrasting with elites.

Συνώνυμα του Common

ordinary

Ordinary means something that is not special or unique, similar to common but may imply a lack of distinction.
Παράδειγμα: It's just an ordinary day at work.
Σημείωση: Ordinary can sometimes carry a slightly negative connotation compared to common.

typical

Typical refers to something that is characteristic or representative of a particular kind, similar to common in the sense of being usual or expected.
Παράδειγμα: This is a typical example of his work.
Σημείωση: Typical emphasizes the idea of being a standard or usual example.

frequent

Frequent means happening or occurring at short intervals, similar to common but focusing on the regularity of something.
Παράδειγμα: He makes frequent trips to the city.
Σημείωση: Frequent emphasizes the repeated nature of occurrence.

widespread

Widespread means existing or happening over a large area or among many people, similar to common in the sense of being prevalent.
Παράδειγμα: The disease is widespread in the region.
Σημείωση: Widespread emphasizes the extensive distribution or occurrence.

usual

Usual refers to something that is habitual, customary, or expected, similar to common in the sense of being what is typically done or encountered.
Παράδειγμα: My usual route to work was blocked.
Σημείωση: Usual emphasizes the idea of being what is commonly or normally expected.

Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Common

Common knowledge

Information or facts that are widely known and accepted by most people.
Παράδειγμα: It's common knowledge that the sun rises in the east.
Σημείωση: This phrase emphasizes the widespread acceptance and familiarity of the information.

Common sense

Practical judgment based on experience and reasoning that is shared by many people.
Παράδειγμα: Using common sense, she decided not to go out in the pouring rain without an umbrella.
Σημείωση: Common sense refers to practical wisdom and judgment rather than mere prevalence.

Common ground

Shared beliefs, interests, or opinions that provide a basis for mutual understanding or agreement.
Παράδειγμα: Despite their differences, they found common ground on the need for environmental protection.
Σημείωση: Common ground emphasizes the shared aspects that can unite people despite their differences.

In common

Something shared or mutually possessed by two or more people.
Παράδειγμα: They discovered they had a love for hiking in common.
Σημείωση: This phrase highlights the shared possession or attribute among individuals.

Common courtesy

Polite behavior and manners that are considered standard in social interactions.
Παράδειγμα: It's just common courtesy to hold the door open for the person behind you.
Σημείωση: Common courtesy refers to expected politeness in social situations rather than its prevalence.

Common practice

A behavior or action that is widely accepted and followed as customary or standard.
Παράδειγμα: In many cultures, it's a common practice to bow as a sign of respect.
Σημείωση: Common practice emphasizes the customary nature of the behavior rather than its frequency.

Common thread

A recurring theme, idea, or characteristic that is present in different situations or contexts.
Παράδειγμα: The common thread in all her stories is the theme of redemption.
Σημείωση: Common thread refers to a unifying element connecting disparate things rather than their prevalence.

Common cause

A shared goal, purpose, or objective that unites individuals or groups in working towards a common aim.
Παράδειγμα: They joined forces in a common cause to fight against poverty in their community.
Σημείωση: Common cause emphasizes the unity in pursuing a shared goal rather than its frequency.

Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Common

Run-of-the-mill

Used to describe something ordinary, average, or unexceptional.
Παράδειγμα: The job was just another run-of-the-mill office position.
Σημείωση: The slang term 'run-of-the-mill' is more informal and casual compared to the formal word 'common.'

Dime a dozen

Refers to something common and easily available, often without much value.
Παράδειγμα: Those cheap sunglasses are a dime a dozen at the mall.
Σημείωση: The slang term 'dime a dozen' emphasizes the abundance and lack of uniqueness compared to the word 'common.'

Two a penny

Derives from 'a penny for two' and means something very common and of little value.
Παράδειγμα: Those trinkets are two a penny in that store.
Σημείωση: The slang term 'two a penny' highlights the commonness and low worth compared to the original word 'common.'

As common as muck

Used to describe something extremely common or widespread.
Παράδειγμα: The gossip about him is as common as muck around here.
Σημείωση: The slang term 'as common as muck' adds a colloquial flair and emphasizes the ubiquity of something compared to 'common.'

Plain-Jane

Describes something or someone simple, basic, or unremarkable.
Παράδειγμα: She always goes for the plain-Jane options when shopping.
Σημείωση: The slang term 'plain-Jane' conveys a more informal and sometimes slightly derogatory tone compared to 'common.'

Ten a penny

Means something very common, abundant, and easily obtainable.
Παράδειγμα: Those knockoff bags are ten a penny on the streets.
Σημείωση: The slang term 'ten a penny' emphasizes the sheer number and availability of something compared to 'common.'

Bog-standard

Describes something very ordinary, basic, or unremarkable.
Παράδειγμα: It's just a bog-standard printer, nothing special.
Σημείωση: The slang term 'bog-standard' carries a more informal and perhaps slightly dismissive tone compared to 'common.'

Common - Παραδείγματα

Common sense is not so common.
Η κοινή λογική δεν είναι τόσο κοινή.
It's common knowledge that smoking is bad for your health.
Είναι κοινή γνώση ότι το κάπνισμα είναι κακό για την υγεία.
The common cold is a viral infection.
Η κοινή γρίπη είναι ιογενής λοίμωξη.

Γραμματική του Common

Common - Επίθετο (Adjective) / Επίθετο (Adjective)
Λήμμα: common
Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): commoner
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): commonest
Επίθετο (Adjective): common
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): commons
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): common
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
common περιέχει 2 συλλαβές: com • mon
Φωνητική μεταγραφή: ˈkä-mən
com mon , ˈkä mən (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)

Common - Σημασία και συχνότητα χρήσης

Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
common: 500 - 600 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Το Vocafy σε βοηθά να ανακαλύψεις, να οργανώσεις και να μάθεις νέες λέξεις και φράσεις με ευκολία. Δημιούργησε εξατομικευμένες συλλογές λεξιλογίου και εξασκήσου οποτεδήποτε, οπουδήποτε.