Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Strong
strɔŋ
Εξαιρετικά Κοινό
500 - 600
500 - 600
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
ισχυρός (ischyrós), δυνατός (dynatós), έντονος (éntonos), σθεναρός (sthenarós), ακατάλυτος (akatálytos)
Σημασίες του Strong στα ελληνικά
ισχυρός (ischyrós)
Παράδειγμα:
He is a strong man.
Αυτός είναι ένας ισχυρός άντρας.
The bridge is strong enough to hold heavy trucks.
Η γέφυρα είναι αρκετά ισχυρή για να αντέξει βαριά φορτηγά.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Physical strength or durability.
Σημείωση: This is the most common meaning, often used for describing physical attributes.
δυνατός (dynatós)
Παράδειγμα:
She has a strong personality.
Έχει μια δυνατή προσωπικότητα.
He made a strong argument.
Έκανε έναν δυνατό επιχειρηματισμό.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Refers to mental, emotional, or persuasive strength.
Σημείωση: Used to describe someone’s character or arguments.
έντονος (éntonos)
Παράδειγμα:
The flavor of the soup is strong.
Η γεύση της σούπας είναι έντονη.
She felt a strong desire to travel.
Ένιωθε μια έντονη επιθυμία να ταξιδέψει.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used for describing sensations, feelings, or flavors.
Σημείωση: This meaning emphasizes intensity rather than physical strength.
σθεναρός (sthenarós)
Παράδειγμα:
He gave a strong performance in the play.
Έδωσε μια σθεναρή ερμηνεία στο θεατρικό.
She showed strong leadership skills.
Επέδειξε σθεναρές ηγετικές ικανότητες.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in contexts involving performance, leadership, or influence.
Σημείωση: Often associated with effective and impactful actions.
ακατάλυτος (akatálytos)
Παράδειγμα:
They have a strong bond.
Έχουν έναν ακατάλυτο δεσμό.
The law has strong protections for the environment.
Ο νόμος έχει ακατάλυτους προστατευτικούς μηχανισμούς για το περιβάλλον.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Refers to relationships, agreements, or legal terms.
Σημείωση: This meaning conveys a sense of permanence or unbreakable nature.
Συνώνυμα του Strong
powerful
Powerful suggests great strength or force, often in a physical or metaphorical sense.
Παράδειγμα: She is a powerful leader who inspires others.
Σημείωση: While 'strong' can refer to physical strength as well as other forms of strength, 'powerful' specifically emphasizes a great amount of strength or force.
robust
Robust indicates strong and healthy growth or performance.
Παράδειγμα: The robust economy has led to increased job opportunities.
Σημείωση: Robust often implies a sturdy and resilient strength, especially in the context of growth or performance.
sturdy
Sturdy describes something that is strong and well-built, able to withstand pressure or rough conditions.
Παράδειγμα: The sturdy bridge withstood the heavy storm.
Σημείωση: While 'strong' can be a general term for strength, 'sturdy' specifically emphasizes durability and the ability to endure adverse conditions.
mighty
Mighty conveys a sense of great power, strength, or size.
Παράδειγμα: The mighty oak tree stood tall in the forest.
Σημείωση: Similar to 'strong,' 'mighty' suggests a high degree of strength, often with a sense of awe or admiration for the power displayed.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Strong
Strong as an ox
This idiom means to be exceptionally physically strong or robust.
Παράδειγμα: Despite her age, Grandma is still as strong as an ox.
Σημείωση: The phrase emphasizes extraordinary strength beyond just being 'strong.'
Strong suit
Refers to a person's area of strength or expertise.
Παράδειγμα: His strong suit is his ability to communicate effectively.
Σημείωση: It highlights a particular strength or skill rather than just general strength.
Go from strength to strength
To make progress and become increasingly successful.
Παράδειγμα: After his promotion, he has been going from strength to strength in his career.
Σημείωση: It signifies continuous improvement and success rather than just being strong.
Strong-willed
Describes someone who is determined and resolute in their decisions or actions.
Παράδειγμα: She is a strong-willed individual who never gives up on her goals.
Σημείωση: Focuses on being determined and resolute rather than physical strength.
Strong-arm tactics
Refers to aggressive or forceful methods used to achieve a goal.
Παράδειγμα: The company used strong-arm tactics to intimidate its competitors.
Σημείωση: It relates to forceful actions or coercion rather than inherent strength.
In the strongest terms
Expressing something with the utmost emphasis or severity.
Παράδειγμα: I condemn his actions in the strongest terms possible.
Σημείωση: Emphasizes the intensity or severity of expression rather than physical strength.
Strong contender
Refers to someone who has a good chance of winning or being successful.
Παράδειγμα: She is considered a strong contender for the title due to her impressive performance.
Σημείωση: Highlights a high likelihood of success rather than just strength.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Strong
Beefed up
Used to describe someone or something that has become stronger or more muscular.
Παράδειγμα: He beefed up his muscles by working out at the gym.
Σημείωση: The term 'beefed up' is more casual and colloquial than simply saying 'stronger.'
Buff
Refers to someone who is physically fit and muscular.
Παράδειγμα: She's been hitting the gym, and now she's looking pretty buff.
Σημείωση: Buff specifically emphasizes a muscular or toned physique rather than overall strength.
Jacked
Slang for being very muscular or exceptionally strong.
Παράδειγμα: Have you seen his arms? He's totally jacked!
Σημείωση: Jacked typically conveys a sense of being heavily built or robust rather than just strong.
Ripped
Describing someone with extremely defined muscles and low body fat.
Παράδειγμα: That athlete is ripped – you can see his muscles even when he's not flexing.
Σημείωση: The term 'ripped' focuses more on the visibility and definition of muscles rather than pure strength.
Solid
Typically used to describe someone who is physically strong and sturdy.
Παράδειγμα: She's been lifting weights, and now she's solid as a rock.
Σημείωση: Solid implies a sense of reliability and firmness in addition to physical strength.
Tonked
British slang for being extremely strong or powerful.
Παράδειγμα: After months of training, he's absolutely tonked – no one can beat him.
Σημείωση: Tonked is a more informal and vivid way of expressing great strength.
Ironclad
Refers to something that is extremely strong, secure, or solid.
Παράδειγμα: Her argument was ironclad – no one could refute it.
Σημείωση: Ironclad often describes something that is not only strong but also impenetrable or unbreakable.
Strong - Παραδείγματα
Strong winds knocked down trees in the park.
Ισχυροί άνεμοι έριξαν δέντρα στο πάρκο.
She has a strong personality and is not easily influenced.
Αυτή έχει μια ισχυρή προσωπικότητα και δεν επηρεάζεται εύκολα.
The athlete showed a strong performance in the competition.
Ο αθλητής έδειξε μια ισχυρή απόδοση στον αγώνα.
Γραμματική του Strong
Strong - Επίθετο (Adjective) / Επίθετο (Adjective)
Λήμμα: strong
Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): stronger
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): strongest
Επίθετο (Adjective): strong
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
strong περιέχει 1 συλλαβές: strong
Φωνητική μεταγραφή: ˈstrȯŋ
strong , ˈstrȯŋ (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Strong - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
strong: 500 - 600 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.