Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Field
fild
Εξαιρετικά Κοινό
500 - 600
500 - 600
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
πεδίο, τομέας, ανοιχτός χώρος, γύρω χώρος, επαγγελματικός τομέας
Σημασίες του Field στα ελληνικά
πεδίο
Παράδειγμα:
The scientist conducted research in the field of biology.
Ο επιστήμονας διεξήγαγε έρευνα στο πεδίο της βιολογίας.
We need to clear the field before planting.
Πρέπει να καθαρίσουμε το πεδίο πριν φυτέψουμε.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in academic or scientific contexts, as well as in agriculture.
Σημείωση: The term 'πεδίο' can refer to various areas of study, profession, or open spaces in nature.
τομέας
Παράδειγμα:
She is an expert in the field of economics.
Είναι ειδικός στον τομέα της οικονομίας.
He works in the field of technology.
Εργάζεται στον τομέα της τεχνολογίας.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Commonly used in professional or academic discussions.
Σημείωση: 'Τομέας' emphasizes a specific area of expertise or industry.
ανοιχτός χώρος
Παράδειγμα:
The children played in the open field.
Τα παιδιά έπαιξαν σε έναν ανοιχτό χώρο.
We had a picnic in the field near the river.
Κάναμε πικνίκ στο πεδίο κοντά στο ποτάμι.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used in everyday conversation regarding outdoor activities.
Σημείωση: 'Ανοιχτός χώρος' refers to a literal open area or space, often used for recreational purposes.
γύρω χώρος
Παράδειγμα:
The field was surrounded by tall trees.
Το πεδίο ήταν περικυκλωμένο από ψηλά δέντρα.
They set up their camp in the field by the lake.
Έστησαν το κάμπινγκ τους στο πεδίο δίπλα στη λίμνη.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used in descriptions of natural landscapes or camping.
Σημείωση: This meaning focuses on the surrounding area and can refer to open spaces used for leisure.
επαγγελματικός τομέας
Παράδειγμα:
She is looking for a job in the field of marketing.
Ψάχνει για δουλειά στον επαγγελματικό τομέα του μάρκετινγκ.
He has many contacts in the field of finance.
Έχει πολλές επαφές στον επαγγελματικό τομέα των οικονομικών.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Often used in career-related discussions.
Σημείωση: This is a more specialized term that relates to particular industries or job sectors.
Συνώνυμα του Field
field
An area of open land, especially one used for a particular purpose such as farming or sports.
Παράδειγμα: The farmers worked in the field all day.
Σημείωση:
meadow
A piece of grassland, especially one used for hay.
Παράδειγμα: The cows grazed peacefully in the meadow.
Σημείωση: A meadow specifically refers to a grassy area used for grazing animals or for cutting and storing hay.
pasture
Land covered with grass and other low plants suitable for feeding livestock.
Παράδειγμα: The horses were let out to graze in the pasture.
Σημείωση: A pasture is an area of land where animals graze and feed, typically used for livestock.
plain
A large area of flat land with few trees.
Παράδειγμα: The vast plain stretched out as far as the eye could see.
Σημείωση: A plain is a broad, flat expanse of land, often with low vegetation and minimal variation in elevation.
prairie
A large open area of grassland, especially in North America.
Παράδειγμα: The buffalo roamed freely on the prairie.
Σημείωση: A prairie specifically refers to a large area of flat or gently rolling grassland, typically found in North America.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Field
Field of study
Refers to a particular area of academic or professional focus.
Παράδειγμα: My field of study is psychology, but I also have an interest in art history.
Σημείωση: The original word 'field' refers to an open area of land, while 'field of study' specifically denotes an academic or professional domain.
Field trip
A journey by a group, typically students, to a place away from their normal environment for educational purposes.
Παράδειγμα: The students went on a field trip to the museum to learn about ancient civilizations.
Σημείωση: In this context, 'field' refers to a trip outside the classroom for educational exploration.
Field day
An enjoyable day or time of great pleasure and activity.
Παράδειγμα: The children had a field day playing games and having a picnic in the park.
Σημείωση: Here, 'field day' signifies a day of fun and activity, not necessarily related to an actual field.
Field notes
Detailed written observations or records made during research or exploration in the field.
Παράδειγμα: The scientist recorded detailed field notes about the behavior of the animals in their natural habitat.
Σημείωση: While 'field' can mean an open area of land, 'field notes' are specific to written records taken during research or exploration.
Field test
A practical test or trial of a product or idea in a real-world setting rather than under controlled conditions.
Παράδειγμα: The new prototype will undergo a field test to determine its performance in real-world conditions.
Σημείωση: In this context, 'field test' refers to testing in real-world conditions, different from a controlled environment.
Level the playing field
To make a situation fair and equal for everyone involved.
Παράδειγμα: The new regulations aim to level the playing field for small businesses competing against larger corporations.
Σημείωση: This phrase uses 'playing field' metaphorically to refer to a fair competition, not a physical field.
Field a question
To respond to or deal with a question, especially in a public setting.
Παράδειγμα: The speaker invited the audience to field any questions they had about the new policy.
Σημείωση: In this case, 'field' means to handle or address questions, not related to a physical field.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Field
Field of vision
Field of vision refers to the area that a person can see without turning their head or eyes. It is commonly used when discussing visibility or blind spots.
Παράδειγμα: I couldn't see the car coming from the right; it was out of my field of vision.
Σημείωση: This term is a specific concept related to what can be seen rather than a general area or study focus.
Field goal
A field goal in sports, like football or soccer, is a goal scored from a specific designated area, typically at a distance from the opponent's goal.
Παράδειγμα: The football team scored a field goal in the last minute of the game, securing their victory.
Σημείωση: This term is used in sports to denote a specific method of scoring points rather than referring to a general area of land.
Field - Παραδείγματα
The soccer field is green and well-maintained.
Το γήπεδο ποδοσφαίρου είναι πράσινο και καλά συντηρημένο.
She works in the field of medicine.
Δουλεύει στον τομέα της ιατρικής.
The farmer plowed the field before planting the crops.
Ο αγρότης όργωσε το χωράφι πριν φυτέψει τα καλλιεργούμενα.
Γραμματική του Field
Field - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: field
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): fields
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): field
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): fielded
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): fielding
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): fields
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): field
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): field
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
field περιέχει 1 συλλαβές: field
Φωνητική μεταγραφή: ˈfēld
field , ˈfēld (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Field - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
field: 500 - 600 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.