Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά

Industrial

ɪnˈdəstriəl
Εξαιρετικά Κοινό
800 - 900
800 - 900
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.

βιομηχανικός, βιομηχανίας, βιοτεχνικός, βιομηχανικού τύπου, βιομηχανισμός

Σημασίες του Industrial στα ελληνικά

βιομηχανικός

Παράδειγμα:
The industrial sector is growing rapidly.
Ο βιομηχανικός τομέας αναπτύσσεται ταχύτατα.
He works in the industrial design field.
Εργάζεται στον τομέα του βιομηχανικού σχεδιασμού.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in discussions about economics, manufacturing, and business.
Σημείωση: This is the most common translation and is often used in a business context.

βιομηχανίας

Παράδειγμα:
They are building an industrial complex in the city.
Δημιουργούν ένα βιομηχανικό συγκρότημα στην πόλη.
The industrial revolution changed the world.
Η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε τον κόσμο.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Applicable in historical discussions or when referring to industry-related topics.
Σημείωση: This term is often used to refer to specific industries or historical contexts.

βιοτεχνικός

Παράδειγμα:
The industrial area has many small workshops.
Η βιοτεχνική περιοχή έχει πολλά μικρά εργαστήρια.
They focus on industrial craftsmanship.
Επικεντρώνονται στη βιοτεχνική τέχνη.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used when discussing small-scale manufacturing or craftsmanship.
Σημείωση: Refers to craftsmanship within industries, often involving artisanal techniques.

βιομηχανικού τύπου

Παράδειγμα:
They use industrial-grade materials for construction.
Χρησιμοποιούν υλικά βιομηχανικού τύπου για την κατασκευή.
The industrial-type machinery is very efficient.
Η βιομηχανικού τύπου μηχανή είναι πολύ αποδοτική.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used when describing the quality or style of materials or machinery.
Σημείωση: Indicates a higher standard or specific characteristics typical of industrial materials.

βιομηχανισμός

Παράδειγμα:
The industrial process requires careful planning.
Η βιομηχανιστική διαδικασία απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό.
Improvements in industrial processes can save time and money.
Οι βελτιώσεις στις βιομηχανιστικές διαδικασίες μπορούν να εξοικονομήσουν χρόνο και χρήματα.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Often used in technical or engineering discussions.
Σημείωση: This term relates to the processes and systems within industrial operations.

Συνώνυμα του Industrial

manufacturing

Manufacturing refers to the process of producing goods on a large scale using machinery and labor.
Παράδειγμα: The manufacturing sector is a key part of the economy.
Σημείωση:

commercial

Commercial relates to commerce or business activities, often involving the buying and selling of goods or services.
Παράδειγμα: The commercial district is filled with shops and businesses.
Σημείωση: Commercial may focus more on the aspect of trade and business transactions compared to the broader scope of industrial.

economic

Economic pertains to the production, distribution, and consumption of goods and services within a region or country.
Παράδειγμα: The economic growth of the region was driven by industrial development.
Σημείωση: Economic can encompass a wider range of factors beyond just industrial activities, such as financial systems and policies.

Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Industrial

Industrial revolution

Refers to the period of major industrialization and technological advancement in the 18th and 19th centuries.
Παράδειγμα: The Industrial Revolution transformed societies by introducing new manufacturing processes.
Σημείωση: The phrase 'Industrial Revolution' specifically denotes a historical period of significant industrial growth and change.

Industrial sector

Denotes the part of the economy involved in producing goods through industrial processes.
Παράδειγμα: The industrial sector contributes significantly to the country's GDP.
Σημείωση: The term 'industrial sector' refers to a specific segment of the economy dedicated to manufacturing and production.

Industrial park

A designated area zoned for industrial development and manufacturing facilities.
Παράδειγμα: The city built a new industrial park to attract manufacturing companies.
Σημείωση: An 'industrial park' is a specific area designated for industrial activities, distinct from the broader concept of 'industrial'.

Industrial design

Refers to the aesthetic and functional design of products, often with a focus on manufacturing processes.
Παράδειγμα: The new smartphone has a sleek industrial design.
Σημείωση: 'Industrial design' focuses on the design aspect of products, particularly in relation to manufacturing, rather than the broader concept of 'industrial'.

Industrial espionage

The illegal practice of spying on competitors to gain trade secrets or confidential information.
Παράδειγμα: The company was accused of engaging in industrial espionage to gain a competitive advantage.
Σημείωση: 'Industrial espionage' specifically refers to espionage activities within the industrial or business sector.

Industrial waste

Refers to waste generated by industrial processes, often hazardous or harmful to the environment.
Παράδειγμα: The factory disposed of its industrial waste irresponsibly, causing environmental damage.
Σημείωση: 'Industrial waste' is waste produced as a byproduct of industrial activities, distinct from general waste or pollution.

Industrial action

Refers to collective actions taken by workers, such as strikes or work stoppages, to address workplace issues.
Παράδειγμα: Workers went on industrial action to protest against unfair labor practices.
Σημείωση: 'Industrial action' specifically pertains to actions taken by workers in the industrial or labor sector to address grievances or issues.

Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Industrial

Indy

Short for 'industrial', used informally to refer to industrial areas or districts.
Παράδειγμα: I work in the Indy district of the city.
Σημείωση: Informal shortened version of the original word.

Factory town

Refers to a town or city whose economy is largely dependent on one or more factories or industrial facilities.
Παράδειγμα: He grew up in a small factory town in the Midwest.
Σημείωση: Specifically focuses on the town's economic reliance on industrial activities.

Rusty

Describes something old, worn-out, or outdated, often associated with industrial structures.
Παράδειγμα: The old warehouse looked rusty and abandoned.
Σημείωση: While 'rusty' typically refers to physical decay, it is often used metaphorically in relation to industrial objects or buildings.

Sweatshop

Refers to a workplace where employees, often in the garment industry, work long hours for low pay under poor conditions.
Παράδειγμα: Some garment factories were accused of operating as sweatshops.
Σημείωση: Has negative connotations of exploitation and poor working conditions in industrial settings.

Steel city

A nickname for a city known for its steel production or industrial heritage.
Παράδειγμα: Pittsburgh is often referred to as the Steel City due to its history of steel production.
Σημείωση: Nickname highlighting a city's specific industrial specialization in steel.

Mill town

Refers to a town historically centered around one or more textile mills or factories.
Παράδειγμα: Lowell, Massachusetts, was a famous mill town during the Industrial Revolution.
Σημείωση: Emphasizes the historical significance of textile mills in a town's development.

Smokestacks

Refers to tall chimney-like structures at industrial sites used to emit smoke or gases.
Παράδειγμα: The skyline of the city was dominated by smokestacks from the old factories.
Σημείωση: Describes a specific visual element associated with industrial areas.

Industrial - Παραδείγματα

Industrial production has increased in the last quarter.
Η βιομηχανική παραγωγή έχει αυξηθεί το τελευταίο τρίμηνο.
The city's economy is heavily reliant on the industrial sector.
Η οικονομία της πόλης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον βιομηχανικό τομέα.
The government is investing in the industrialization of rural areas.
Η κυβέρνηση επενδύει στη βιομηχανοποίηση των αγροτικών περιοχών.

Γραμματική του Industrial

Industrial - Επίθετο (Adjective) / Επίθετο (Adjective)
Λήμμα: industrial
Κλίσεις
Επίθετο (Adjective): industrial
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): industrials
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): industrial
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
industrial περιέχει 4 συλλαβές: in • dus • tri • al
Φωνητική μεταγραφή: in-ˈdə-strē-əl
in dus tri al , in ˈdə strē əl (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)

Industrial - Σημασία και συχνότητα χρήσης

Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
industrial: 800 - 900 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Το Vocafy σε βοηθά να ανακαλύψεις, να οργανώσεις και να μάθεις νέες λέξεις και φράσεις με ευκολία. Δημιούργησε εξατομικευμένες συλλογές λεξιλογίου και εξασκήσου οποτεδήποτε, οπουδήποτε.