Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Minute
ˈmɪnɪt
Εξαιρετικά Κοινό
300 - 400
300 - 400
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
λεπτό (leptó), μικρός, ασήμαντος (mikros, asímantos), πρακτικός (praktikós), στιγμή (stigmí)
Σημασίες του Minute στα ελληνικά
λεπτό (leptó)
Παράδειγμα:
I will be there in a minute.
Θα είμαι εκεί σε ένα λεπτό.
Can you wait for a minute?
Μπορείς να περιμένεις για ένα λεπτό;
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Everyday conversation, discussing time.
Σημείωση: This meaning refers to a unit of time, specifically 60 seconds.
μικρός, ασήμαντος (mikros, asímantos)
Παράδειγμα:
It's just a minute detail.
Είναι απλώς μια μικρή λεπτομέρεια.
Don't worry about the minute issues.
Μην ανησυχείς για τις ασήμαντες υποθέσεις.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Discussions about details, projects, or plans.
Σημείωση: This meaning signifies something small or insignificant.
πρακτικός (praktikós)
Παράδειγμα:
He has a minute understanding of the topic.
Έχει μια πρακτική κατανόηση του θέματος.
Her analysis was minute.
Η ανάλυσή της ήταν πρακτική.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Academic or professional discussions.
Σημείωση: This meaning refers to a detailed or thorough examination.
στιγμή (stigmí)
Παράδειγμα:
Wait a minute, I need to think.
Περίμενε μια στιγμή, πρέπει να σκεφτώ.
Just a minute, please.
Μια στιγμή, παρακαλώ.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Casual conversations, asking for a brief pause.
Σημείωση: This usage captures a fleeting moment or pause in time.
Συνώνυμα του Minute
moment
A very short period of time, often used to refer to an instant or a brief pause.
Παράδειγμα: Wait a moment, I'll be right back.
Σημείωση: While 'minute' can refer to a unit of time equal to 60 seconds, 'moment' is more immediate and fleeting.
instant
A very brief moment in time, implying something happening quickly or without delay.
Παράδειγμα: The decision was made in an instant.
Σημείωση: Similar to 'moment,' 'instant' emphasizes the speed or suddenness of an event.
second
A unit of time equal to 1/60th of a minute, also used informally to mean a very short period of time.
Παράδειγμα: I'll be there in a second.
Σημείωση: While 'minute' is a larger unit of time, 'second' is smaller and often used to emphasize a short duration.
brief
Short in duration or extent, concise and to the point.
Παράδειγμα: Let me give you a brief overview of the project.
Σημείωση: Unlike 'minute' which specifically refers to a unit of time, 'brief' can refer to both time and length of something.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Minute
At the last minute
This phrase means doing something just before it is too late or just before a deadline expires.
Παράδειγμα: I finished my assignment at the last minute.
Σημείωση: The original word 'minute' refers to a unit of time, but in this phrase, it signifies urgency or immediacy.
In a minute
This phrase is used to indicate that you will do something very soon or very quickly.
Παράδειγμα: Hold on, I'll be with you in a minute.
Σημείωση: The original word 'minute' represents a specific unit of time, but in this phrase, it implies a short period.
Every minute counts
This idiom emphasizes the importance of not wasting time and making good use of every moment.
Παράδειγμα: When preparing for the exam, remember that every minute counts.
Σημείωση: While 'minute' typically refers to a specific time measurement, in this idiom, it underscores the significance of time itself.
Wait a minute
This phrase is used to ask someone to pause briefly or to take a short delay.
Παράδειγμα: Wait a minute, I need to grab my keys before we leave.
Σημείωση: In this context, 'minute' serves as a short period of time rather than a precise measurement.
A minute ago
This phrase refers to a very recent past, a short while before the current moment.
Παράδειγμα: He was here just a minute ago.
Σημείωση: Although 'minute' usually denotes a specific time unit, in this phrase, it signifies a brief and recent timeframe.
Give someone a minute
To give someone a minute means to allow them a short amount of time to do or think about something.
Παράδειγμα: Give her a minute to collect her thoughts before asking her again.
Σημείωση: In this expression, 'minute' conveys a brief period for someone to complete a task or gather their thoughts.
Minute details
This phrase refers to very small or precise details that are often overlooked by others.
Παράδειγμα: She pays attention to minute details in her artwork.
Σημείωση: While 'minute' typically denotes a unit of time, in this phrase, it denotes small, intricate details that require close observation.
At any minute
This phrase means that something is expected to happen very soon, at any moment.
Παράδειγμα: I'm expecting a call from the client at any minute now.
Σημείωση: In this context, 'minute' signifies an imminent moment rather than a specific time measurement.
Just a minute
This phrase is used to ask for a brief period of time to complete a task or attend to something before moving on.
Παράδειγμα: Just a minute, I need to finish this email before we go.
Σημείωση: In this phrase, 'minute' indicates a short timeframe for completing a small task rather than a specific time unit.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Minute
Min
Shortened form of 'minute', commonly used informally in spoken language to refer to a very short period of time, typically meaning around a minute.
Παράδειγμα: I'll be there in a min.
Σημείωση: Informal and simplified form of the word 'minute'.
Hot minute
Used to express a longer period of time than what is implied by 'minute', indicating it has been a considerable amount of time.
Παράδειγμα: I haven't seen her in a hot minute.
Σημείωση: It suggests a longer duration than a regular 'minute'.
New York minute
Refers to a very short period of time, typically emphasizing how quickly things can happen or change in a fast-paced environment like New York City.
Παράδειγμα: Things change in a New York minute.
Σημείωση: Emphasizes the fast-paced nature of time in New York City.
Split second
Describes an extremely short amount of time, indicating something happened very quickly or instantly.
Παράδειγμα: He made the decision in a split second.
Σημείωση: Denotes a tiny unit of time even shorter than a 'minute'.
Minute by minute
Refers to being updated or informed constantly with real-time information as events unfold.
Παράδειγμα: We are monitoring the situation minute by minute.
Σημείωση: Highlights continuous monitoring and updates within short time intervals.
Two shakes of a lamb's tail
Expresses doing something quickly or returning shortly, similar to saying 'I'll be back in a moment'.
Παράδειγμα: I'll be back in two shakes of a lamb's tail.
Σημείωση: Uses a creative and playful comparison for a short amount of time.
Nanosecond
Describes an extremely brief moment of time, emphasizing how quickly something occurred.
Παράδειγμα: It happened in a nanosecond.
Σημείωση: Refers to an even shorter duration than a 'minute', emphasizing speed and immediacy.
Minute - Παραδείγματα
The meeting will start in five minutes.
Η συνάντηση θα ξεκινήσει σε πέντε λεπτά.
I'll be back in a minute.
Θα επιστρέψω σε ένα λεπτό.
I only have a minute to finish this task.
Έχω μόνο ένα λεπτό για να ολοκληρώσω αυτή την εργασία.
Γραμματική του Minute
Minute - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: minute
Κλίσεις
Επίθετο, συγκριτικός βαθμός (Adjective, comparative): minuter
Επίθετο, υπερθετικός βαθμός (Adjective, superlative): minutest
Επίθετο (Adjective): minute
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): minutes, minute
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): minute
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): minuted
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): minuting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): minutes
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): minute
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): minute
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
minute περιέχει 2 συλλαβές: min • ute
Φωνητική μεταγραφή: ˈmi-nət
min ute , ˈmi nət (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Minute - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
minute: 300 - 400 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.