Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Money
ˈməni
Εξαιρετικά Κοινό
200 - 300
200 - 300
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
χρήματα, λεφτά, νομίσματα, χρήμα, κεφάλαιο
Σημασίες του Money στα ελληνικά
χρήματα
Παράδειγμα:
I need some money to buy groceries.
Χρειάζομαι κάποια χρήματα για να αγοράσω τρόφιμα.
He saved a lot of money last year.
Έχει αποταμιεύσει πολλά χρήματα πέρυσι.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Everyday transactions and personal finance.
Σημείωση: The term 'χρήματα' is commonly used in both spoken and written Greek to refer to money in general.
λεφτά
Παράδειγμα:
Do you have any money?
Έχεις κανένα λεφτό;
I don't have enough money to go out.
Δεν έχω αρκετά λεφτά για να βγω έξω.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Casual conversations, often used among friends.
Σημείωση: 'Λεφτά' is a colloquial term for money, often used in everyday speech.
νομίσματα
Παράδειγμα:
He collects old coins as money.
Συλλέγει παλιά νομίσματα ως χρήματα.
The money in the piggy bank is all coins.
Τα λεφτά στην κουμπαρά είναι όλα νομίσματα.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Referring specifically to coins as a form of money.
Σημείωση: 'Νομίσματα' refers specifically to coins, distinguishing them from paper money.
χρήμα
Παράδειγμα:
Money can't buy happiness.
Το χρήμα δεν μπορεί να αγοράσει την ευτυχία.
She invested her money wisely.
Επένδυσε το χρήμα της σοφά.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Philosophical or financial discussions.
Σημείωση: 'Χρήμα' can also refer to the concept of money in a broader sense, focusing on its value or role in society.
κεφάλαιο
Παράδειγμα:
He used his savings as capital for the business.
Χρησιμοποίησε τις αποταμιεύσεις του ως κεφάλαιο για την επιχείρηση.
The initial capital is crucial for any startup.
Το αρχικό κεφάλαιο είναι κρίσιμο για κάθε νεοσύστατη επιχείρηση.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Business and finance settings.
Σημείωση: 'Κεφάλαιο' specifically refers to money used for investment or business purposes.
Συνώνυμα του Money
cash
Cash refers to physical currency in the form of coins or banknotes.
Παράδειγμα: I paid for the groceries with cash.
Σημείωση: Cash specifically refers to physical money, whereas 'money' can encompass various forms of currency.
currency
Currency is a system of money used in a particular country or region.
Παράδειγμα: Different countries have their own currencies.
Σημείωση: Currency is a broader term that encompasses different types of money used in various regions, whereas 'money' is a more general term.
funds
Funds refer to money that is set aside for a specific purpose or organization.
Παράδειγμα: The organization raised funds for a charity event.
Σημείωση: Funds typically refer to money allocated for a specific purpose, while 'money' is a more general term.
capital
Capital can refer to financial assets or the money used to start or expand a business.
Παράδειγμα: The company invested capital in expanding its operations.
Σημείωση: Capital often specifically refers to money used for investment or business purposes, whereas 'money' has a broader usage.
wealth
Wealth refers to a large amount of money, assets, or possessions.
Παράδειγμα: He amassed great wealth through his successful business ventures.
Σημείωση: Wealth specifically denotes a significant amount of money or assets, whereas 'money' is a more general term.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Money
Break the bank
To spend all of one's money or exceed one's budget.
Παράδειγμα: I can't afford that luxury vacation; it would break the bank.
Σημείωση: The phrase 'break the bank' implies a significant financial loss or strain.
Cost an arm and a leg
To be very expensive.
Παράδειγμα: The new iPhone costs an arm and a leg, but it's worth it.
Σημείωση: This phrase exaggerates the high cost of something by comparing it to the value of body parts.
Money talks
Wealth can influence people and situations.
Παράδειγμα: In negotiations, money talks; offering more can often sway decisions.
Σημείωση: This phrase highlights the persuasive power of money in various contexts.
Go Dutch
To share expenses equally, especially in a restaurant.
Παράδειγμα: Let's go Dutch and split the bill for dinner.
Σημείωση: This phrase refers to sharing costs rather than specifically mentioning money.
Pinch pennies
To be thrifty or frugal; to try to save money by spending as little as possible.
Παράδειγμα: I have to pinch pennies this month to save for my trip.
Σημείωση: This idiom emphasizes the act of being careful with small amounts of money to save overall.
Rolling in dough
To be very wealthy or rich.
Παράδειγμα: After winning the lottery, he's rolling in dough.
Σημείωση: This phrase conveys a sense of abundance and luxury associated with being rich.
Put your money where your mouth is
To back up what you say with action or financial support.
Παράδειγμα: If you believe in your idea, put your money where your mouth is and invest in it.
Σημείωση: This phrase emphasizes the need for concrete action or financial commitment to prove one's sincerity or confidence.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Money
Bucks
Bucks is a slang term for dollars. It is commonly used to refer to money in a casual way.
Παράδειγμα: I'll pay you back fifty bucks tomorrow.
Σημείωση: Bucks specifically refers to US dollars, so it is more localized than the general term 'money'.
Cabbage
Cabbage is a slang term for money, particularly referring to paper money or banknotes.
Παράδειγμα: I need some cabbage to pay the rent.
Σημείωση: The term 'cabbage' is more specific and unusual compared to the general term 'money'.
Dough
Dough is a common slang term for money, often used informally in everyday conversations.
Παράδειγμα: I've got some extra dough to spend on the weekend.
Σημείωση: Dough is a more informal and colloquial term compared to the formal term 'money'.
Greenbacks
Greenbacks is a slang term for US paper currency, particularly referring to dollar bills.
Παράδειγμα: He handed me a wad of greenbacks as payment.
Σημείωση: Greenbacks specifically denotes US currency, making it more specific than the general term 'money'.
Moolah
Moolah is a slang term for money, often used informally to mean a significant amount of cash.
Παράδειγμα: I need to save up some extra moolah for vacation.
Σημείωση: Moolah adds a sense of informality and emphasis compared to the neutral term 'money'.
Cheddar
Cheddar is a slang term for money, particularly used to describe a large amount of wealth or earnings.
Παράδειγμα: He just landed a big contract, so he's swimming in cheddar now.
Σημείωση: Cheddar is more colorful and vivid compared to the neutral term 'money'.
Money - Παραδείγματα
I need some money to buy groceries.
Χρειάζομαι λίγα χρήματα για να αγοράσω τρόφιμα.
He inherited a lot of money from his grandfather.
Κληρονόμησε πολλά χρήματα από τον παππού του.
She earns a lot of money as a lawyer.
Κερδίζει πολλά χρήματα ως δικηγόρος.
Γραμματική του Money
Money - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: money
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): moneys, monies, money
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): money
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
money περιέχει 2 συλλαβές: mon • ey
Φωνητική μεταγραφή: ˈmə-nē
mon ey , ˈmə nē (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Money - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
money: 200 - 300 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.