Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Power
ˈpaʊ(ə)r
Εξαιρετικά Κοινό
200 - 300
200 - 300
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
δύναμη, εξουσία, ισχύς, δύναμη επιρροής, ενέργεια
Σημασίες του Power στα ελληνικά
δύναμη
Παράδειγμα:
She has the power to influence others.
Έχει τη δύναμη να επηρεάζει τους άλλους.
The power of the wind can generate electricity.
Η δύναμη του ανέμου μπορεί να παράγει ηλεκτρισμό.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used when discussing strength, influence, or physical force.
Σημείωση: This is the most common translation of 'power' and can refer to both physical and metaphorical strength.
εξουσία
Παράδειγμα:
The government holds the power to make laws.
Η κυβέρνηση έχει την εξουσία να ψηφίζει νόμους.
He abused his power as a manager.
Κακοποίησε την εξουσία του ως διευθυντής.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in political or organizational contexts, referring to authority or control.
Σημείωση: This term is often used in discussions about politics, governance, and authority.
ισχύς
Παράδειγμα:
The power of the engine is impressive.
Η ισχύς του κινητήρα είναι εντυπωσιακή.
We need more power to run this machine.
Χρειαζόμαστε περισσότερη ισχύ για να λειτουργήσει αυτή η μηχανή.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Commonly used in technical or mechanical contexts to refer to energy or capability.
Σημείωση: This term is often associated with technical discussions, especially in engineering and physics.
δύναμη επιρροής
Παράδειγμα:
Her power of persuasion is remarkable.
Η δύναμη επιρροής της είναι αξιοσημείωτη.
He has a power of influence in the community.
Έχει δύναμη επιρροής στην κοινότητα.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used in social contexts to describe someone's ability to affect others’ opinions or actions.
Σημείωση: This phrase is more specific and is often used when talking about charisma or social influence.
ενέργεια
Παράδειγμα:
We need to conserve power to save energy.
Πρέπει να εξοικονομήσουμε ενέργεια για να σώσουμε την ενέργεια.
Power outages can disrupt our daily lives.
Οι διακοπές ρεύματος μπορούν να διαταράξουν την καθημερινότητά μας.
Χρήση: formal/informalΣυμφραζόμενα: Used in contexts related to energy consumption and electrical supply.
Σημείωση: This term refers specifically to energy in the context of electricity and can also imply sustainability.
Συνώνυμα του Power
authority
Authority refers to the power or right to give orders, make decisions, and enforce obedience.
Παράδειγμα: The government has the authority to make decisions.
Σημείωση: Authority often implies a more formal or official power, such as that held by a government or leader.
control
Control refers to the power to influence or direct people's behavior or the course of events.
Παράδειγμα: She has control over the company's finances.
Σημείωση: Control often suggests a more direct influence or manipulation over a situation or individual.
dominance
Dominance refers to the state of being more powerful or influential than others.
Παράδειγμα: The team showed dominance throughout the game.
Σημείωση: Dominance emphasizes superiority or preeminence over others in a particular context.
strength
Strength refers to the power to resist force or attack; the ability to endure, survive, or overcome adversity.
Παράδειγμα: His physical strength helped him lift the heavy object.
Σημείωση: Strength often implies physical power or resilience rather than influence or control over others.
might
Might refers to great power or strength, especially physical strength.
Παράδειγμα: The might of the army was unmatched.
Σημείωση: Might often conveys a sense of force or physical prowess, sometimes associated with military or physical strength.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Power
Hold all the cards
To hold all the cards means to have the most power or advantage in a situation.
Παράδειγμα: In negotiations, she holds all the cards with her extensive knowledge of the industry.
Σημείωση: This phrase emphasizes having control and advantage rather than just raw power.
Power play
A power play refers to a strategic move made to gain power or control in a situation.
Παράδειγμα: The CEO made a power play by restructuring the entire company without consulting the board.
Σημείωση: It highlights a specific action taken to acquire or assert power.
In the driver's seat
To be in the driver's seat means to be in control or have the power to influence decisions.
Παράδειγμα: After the successful merger, our company is now in the driver's seat in the industry.
Σημείωση: It conveys the idea of being in control or leading, similar to having power.
Power trip
A power trip refers to a situation where someone abuses their power or authority.
Παράδειγμα: His constant need to micromanage every detail shows that he's on a power trip.
Σημείωση: It focuses on the negative aspect of using power to control or manipulate others.
Call the shots
To call the shots means to be in a position to make decisions or have control over a situation.
Παράδειγμα: As the team captain, she gets to call the shots during important plays.
Σημείωση: It emphasizes the authority to make decisions rather than just possessing power.
Power struggle
A power struggle refers to a conflict or competition for power or control between individuals or groups.
Παράδειγμα: The power struggle between the two department heads is affecting the productivity of the entire team.
Σημείωση: It highlights the competitive nature of vying for power rather than just having power.
Balance of power
The balance of power refers to a situation where no single entity has excessive power, maintaining stability.
Παράδειγμα: The treaty aimed to maintain a balance of power among the nations to prevent conflicts.
Σημείωση: It focuses on the distribution and equilibrium of power rather than the possession of power.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Power
Power move
A bold and strategic action taken to assert one's influence or authority in a situation.
Παράδειγμα: She made a power move by accepting the new position at work.
Σημείωση: This term emphasizes the bold and decisive nature of the action.
Power couple
A couple, usually romantically involved, known for both partners being influential, successful, or authoritative in their respective fields.
Παράδειγμα: They are known as a power couple in the fashion industry.
Σημείωση: This term highlights the collective influence and impact of the couple.
Powerhouse
An entity or individual known for being incredibly strong, influential, or successful in a particular area.
Παράδειγμα: The company has become a powerhouse in the technology sector.
Σημείωση: This term suggests immense strength and dominance in a given field.
Power up
To energize, boost energy or motivation.
Παράδειγμα: Before the presentation, he needs to power up with some coffee.
Σημείωση: This term conveys the idea of increasing energy or strength, rather than solely focusing on authority.
Empower
To give someone the authority, autonomy, or confidence to take action and make decisions for themselves.
Παράδειγμα: The workshop aims to empower individuals to speak up for their rights.
Σημείωση: While closely related to 'power', empowerment focuses on enabling others rather than exerting control over them.
Power - Παραδείγματα
The president has a lot of power.
Ο πρόεδρος έχει πολλή εξουσία.
The power went out during the storm.
Η εξουσία κόπηκε κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
She used her power to help those in need.
Χρησιμοποίησε την εξουσία της για να βοηθήσει όσους έχουν ανάγκη.
Γραμματική του Power
Power - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: power
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): powers, power
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): power
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): powered
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): powering
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): powers
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): power
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): power
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
power περιέχει 2 συλλαβές: pow • er
Φωνητική μεταγραφή: ˈpau̇(-ə)r
pow er , ˈpau̇( ə)r (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Power - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
power: 200 - 300 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.