Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά

Pro

proʊ
Εξαιρετικά Κοινό
700 - 800
700 - 800
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.

προ, υπέρ, προκαταβολικά, προτού

Σημασίες του Pro στα ελληνικά

προ

Παράδειγμα:
He is a pro at playing the guitar.
Είναι επαγγελματίας στην κιθάρα.
She is a pro swimmer.
Είναι επαγγελματίας κολυμβήτρια.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used to describe someone who is highly skilled or a professional in a certain field.
Σημείωση: The term 'pro' is often used in casual conversations to praise someone's expertise.

υπέρ

Παράδειγμα:
I am all for the new policy.
Είμαι υπέρ της νέας πολιτικής.
She is a proponent of environmental protection.
Είναι υπέρμαχος της προστασίας του περιβάλλοντος.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in discussions or arguments to indicate support for a particular idea or policy.
Σημείωση: This meaning is often used in academic or political contexts.

προκαταβολικά

Παράδειγμα:
You need to pay the pro fee in advance.
Πρέπει να πληρώσετε την προκαταβολή εκ των προτέρων.
The pro payment is due before services are rendered.
Η προκαταβολή οφείλεται πριν την παροχή υπηρεσιών.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: Used in financial or business contexts to refer to a payment made beforehand.
Σημείωση: This usage is less common in casual conversation and is typically found in contracts or financial discussions.

προτού

Παράδειγμα:
I will call you pro the meeting.
Θα σε καλέσω προτού τη συνάντηση.
Pro the event, we need to prepare well.
Προτού την εκδήλωση, πρέπει να προετοιμαστούμε καλά.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Used to indicate something that happens before another event.
Σημείωση: This usage is more conversational and can be heard in everyday speech.

Συνώνυμα του Pro

expert

An expert is someone who has a high level of knowledge or skill in a particular area.
Παράδειγμα: She is an expert in computer programming.
Σημείωση: While both 'pro' and 'expert' indicate a high level of skill, 'expert' emphasizes a deep understanding and proficiency in a specific field.

specialist

A specialist is a person who is highly skilled or knowledgeable in a specific area of expertise.
Παράδειγμα: She is a specialist in pediatric medicine.
Σημείωση: Similar to 'pro,' 'specialist' denotes a high level of skill, but it often implies a focus on a narrow or specialized field of knowledge.

adept

Adept means having a high degree of skill or proficiency in a particular area.
Παράδειγμα: He is adept at playing the piano.
Σημείωση: While 'pro' and 'adept' both suggest skillfulness, 'adept' conveys a sense of natural ability and ease in performing a task.

Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Pro

Pro and con

This phrase means to consider the advantages and disadvantages of a situation or decision.
Παράδειγμα: We need to weigh the pros and cons of buying a new car.
Σημείωση: In this idiom, 'pro' is used as a shortened form of 'pros,' which means advantages, and 'con' represents disadvantages.

Pro bono

This phrase is used to describe work done for free, especially in a professional context.
Παράδειγμα: The lawyer agreed to take the case pro bono for the nonprofit organization.
Σημείωση: Here, 'pro' comes from the Latin term 'pro bono publico,' meaning 'for the public good.'

Pro forma

This phrase refers to a document or statement that is made as a formality or for the sake of appearance.
Παράδειγμα: The company provided a pro forma financial statement for the upcoming merger.
Σημείωση: In this context, 'pro' comes from Latin meaning 'for the sake of' or 'as a matter of form.'

Pro rata

This term indicates a proportionate allocation based on a certain factor, often used in finance or business.
Παράδειγμα: The profits will be distributed among the partners pro rata to their investments.
Σημείωση: 'Pro' here means 'according to' or 'in proportion to.'

Pro tem

This phrase means 'for the time being' or 'temporarily.'
Παράδειγμα: The vice president will serve as the chairperson pro tem until a permanent replacement is found.
Σημείωση: 'Pro' is used here in the sense of 'for' or 'during.'

Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Pro

Pro

Short for professional, referring to someone who is skilled or expert in a particular activity or field.
Παράδειγμα: She's a pro at playing the piano.
Σημείωση: Mainstream slang derived directly from the original word.

Procrastinate

Combination of 'pro' and 'crastinate,' describing the act of delaying or postponing tasks intentionally.
Παράδειγμα: I tend to procrasti-clean when I have a big assignment due.
Σημείωση: Wordplay based on the original word 'procrastinate.'

Pro-level

Indicating that something is at a high level of skill or quality, akin to that of a professional.
Παράδειγμα: Her baking is pro-level; it tastes like it's from a bakery.
Σημείωση: Expresses the idea of reaching the same level as a professional without the formal title.

Pro tip

A piece of advice or a helpful hint shared by someone experienced or knowledgeable in a particular area.
Παράδειγμα: Here's a pro tip: always proofread your work before submitting it.
Σημείωση: Emphasizes the informal nature of the advice and the expertise of the person giving it.

Proper

Used to describe something done correctly, excellently, or in a traditional way.
Παράδειγμα: That's a proper cup of tea, just like they make it in England.
Σημείωση: While 'pro' is short for 'professional,' 'proper' emphasizes correctness or appropriateness.

Propaganda

Informal term for biased or misleading information spread to promote a particular political cause or point of view.
Παράδειγμα: Don't believe everything you read online; it could be propaganda.
Σημείωση: Derived from 'propaganda,' the slang term carries a negative connotation in everyday speech.

Propose

In informal slang, 'propose' is often used to suggest or introduce an idea, plan, or solution.
Παράδειγμα: I'm going to propose a new idea at the meeting tomorrow.
Σημείωση: While the original word refers to formally presenting a plan, the slang term is more casual and suggests putting forward an idea informally.

Pro - Παραδείγματα

Pro: The advantage of studying abroad is that you can learn a new language.
Προ: Το πλεονέκτημα της σπουδής στο εξωτερικό είναι ότι μπορείς να μάθεις μια νέα γλώσσα.
Támogatás: Az ügyvédem nagyon jó támogatást nyújtott nekem a bíróságon.
Támogatás: Η υποστήριξη που μου παρείχε ο δικηγόρος ήταν πολύ καλή.
Jótékony hatás: A sportolásnak számos jótékony hatása van az egészségre.
Θετική επίδραση: Η άθληση έχει πολλές θετικές επιδράσεις στην υγεία.

Γραμματική του Pro

Pro - Επίθετο (Adjective) / Επίθετο (Adjective)
Λήμμα: pro
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): pros
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): pro
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
pro περιέχει 1 συλλαβές: pro
Φωνητική μεταγραφή: ˈprō
pro , ˈprō (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)

Pro - Σημασία και συχνότητα χρήσης

Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
pro: 700 - 800 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Vocafy, αποδοτική εκμάθηση γλώσσας
Το Vocafy σε βοηθά να ανακαλύψεις, να οργανώσεις και να μάθεις νέες λέξεις και φράσεις με ευκολία. Δημιούργησε εξατομικευμένες συλλογές λεξιλογίου και εξασκήσου οποτεδήποτε, οπουδήποτε.