Λεξικό
Αγγλικά - Ελληνικά
Rub
rəb
Εξαιρετικά Κοινό
700 - 800
700 - 800
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
τρίψιμο (trípimo), αλέθω (alétho), ξεπλένω (xepéno), μασάζ (masáz), τρίψιμο (trípimo) - as in a game or sport
Σημασίες του Rub στα ελληνικά
τρίψιμο (trípimo)
Παράδειγμα:
I like to rub my hands together to warm them up.
Μου αρέσει να τρίβω τα χέρια μου για να ζεσταθούν.
He rubbed the surface until it was smooth.
Έτριψε την επιφάνεια μέχρι να γίνει λεία.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Physical actions involving friction, such as warming up or smoothing surfaces.
Σημείωση: This meaning often implies a physical action and can be used in various contexts, including cleaning or massaging.
αλέθω (alétho)
Παράδειγμα:
She rubbed the spices into the meat.
Έτριψε τα μπαχαρικά στο κρέας.
You should rub the cream into your skin.
Πρέπει να τρίψεις την κρέμα στο δέρμα σου.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Cooking or applying substances to food or skin.
Σημείωση: This usage is common in culinary contexts, where 'rubbing' refers to incorporating flavors into food.
ξεπλένω (xepéno)
Παράδειγμα:
I need to rub the dirt off my shoes.
Πρέπει να ξεπλύνω τη βρωμιά από τα παπούτσια μου.
Rub the stains out of the fabric.
Ξέπλυνε τους λεκέδες από το ύφασμα.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Cleaning or removing dirt or stains.
Σημείωση: This meaning emphasizes the action of cleaning, often involving a scrubbing motion.
μασάζ (masáz)
Παράδειγμα:
He gives a good rub to relieve stress.
Κάνει καλό μασάζ για να ανακουφίσει το άγχος.
I went for a back rub after a long day.
Πήγα για μασάζ στην πλάτη μετά από μια κουραστική μέρα.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Referring to massages or therapeutic rubbing.
Σημείωση: This meaning is often associated with relaxation and stress relief.
τρίψιμο (trípimo) - as in a game or sport
Παράδειγμα:
The player rubbed the ball before throwing it.
Ο παίκτης έτριψε την μπάλα πριν την πετάξει.
You need to rub the cue ball to get better spin.
Πρέπει να τρίψεις την μπάλα του μπιλιάρδου για να πάρει καλύτερη περιστροφή.
Χρήση: informalΣυμφραζόμενα: Sports or games involving equipment.
Σημείωση: In sports, 'rub' can refer to manipulating equipment to achieve a desired effect, such as spin.
Συνώνυμα του Rub
massage
To massage means to apply pressure or knead with the hands to relieve tension or pain in the body. It is a more gentle and therapeutic action compared to simply rubbing.
Παράδειγμα: She massaged her sore muscles after a long workout.
Σημείωση: Massage involves more deliberate and focused movements for therapeutic purposes.
scrub
To scrub means to clean or rub something hard with a brush or a rough material to remove dirt or stains. It implies a more vigorous and thorough action than just rubbing.
Παράδειγμα: She scrubbed the floor until it was sparkling clean.
Σημείωση: Scrubbing involves a more intensive and forceful action to clean or remove dirt.
polish
To polish means to make something smooth and shiny by rubbing or buffing. It often involves using a polishing agent or cloth to enhance the appearance of an object.
Παράδειγμα: He polished his shoes until they gleamed.
Σημείωση: Polishing focuses on making something smooth and shiny, often using specific products or techniques.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Rub
Rub shoulders with
To spend time with or be in the company of someone who is important or famous.
Παράδειγμα: I had the opportunity to rub shoulders with some industry leaders at the conference.
Σημείωση: This phrase uses 'rub' metaphorically to mean being in close contact or association with someone.
Rub someone the wrong way
To annoy or irritate someone.
Παράδειγμα: His sarcastic comments always rub me the wrong way.
Σημείωση: In this idiom, 'rub' is used to convey causing discomfort or annoyance.
Rub it in
To keep reminding someone of their mistake or failure in a way that is annoying or hurtful.
Παράδειγμα: I know I made a mistake, you don't have to keep rubbing it in.
Σημείωση: Here, 'rub' is used to emphasize the action of making someone feel bad about something they did.
Rub salt in the wound
To make a painful situation even more painful for someone.
Παράδειγμα: Bringing up her failed relationship was like rubbing salt in the wound.
Σημείωση: Similar to 'rub it in,' this idiom intensifies the pain or discomfort felt by someone.
Rub elbows with
To associate or mingle with important or influential people.
Παράδειγμα: As a journalist, I get to rub elbows with politicians and celebrities.
Σημείωση: This phrase is similar to 'rub shoulders with' and uses 'rub' to indicate close interaction or connection.
Rub the wrong way
To annoy or irritate someone.
Παράδειγμα: His condescending attitude always rubs me the wrong way.
Σημείωση: Similar to 'rub someone the wrong way,' this idiom conveys causing irritation or discomfort.
Rub up against
To come into conflict or opposition with something.
Παράδειγμα: The new policy rubs up against our established procedures.
Σημείωση: In this phrase, 'rub' implies encountering friction or disagreement with existing practices or rules.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Rub
Rubber
In British English, 'rubber' refers to an eraser used for removing pencil marks. This term can cause confusion for American English speakers who associate 'rubber' with a different meaning.
Παράδειγμα: I need to get a new rubber for my pencil.
Σημείωση: The original word 'rub' refers to applying pressure in a back-and-forth motion, while 'rubber' is a specific term for an eraser.
Rubberneck
'Rubberneck' means to turn one's head to stare at something of interest or something unusual, often causing a traffic jam. This term is commonly used to describe drivers who slow down to look at accidents or other incidents.
Παράδειγμα: Don't rubberneck at the accident scene; it's disrespectful.
Σημείωση: The original word 'rub' involves applying pressure, while 'rubberneck' refers to turning one's neck to look.
Rubber room
In the educational context, 'rubber room' refers to a place where disruptive or problematic students are isolated or disciplined.
Παράδειγμα: The disruptive student was sent to the rubber room for detention.
Σημείωση: The original word 'rub' involves applying pressure, while 'rubber room' refers to a specific location for handling disciplinary issues.
Rubbing elbows
To 'rub elbows' means to mingle or associate closely with someone, especially someone influential or well-known.
Παράδειγμα: At the conference, I was rubbing elbows with some influential industry leaders.
Σημείωση: The original word 'rub' means to apply pressure, while 'rubbing elbows' refers to socializing or networking with others.
Rubber check
A 'rubber check' is a check that bounces due to insufficient funds in the account. It's a metaphorical term denoting a check that is not backed by real money.
Παράδειγμα: His promise to invest was just a rubber check; it bounced when I tried to cash it.
Σημείωση: The original word 'rub' involves applying pressure, while 'rubber check' refers to a bounced or invalid check.
Rub - Παραδείγματα
I rubbed my eyes when I woke up.
Έτριψα τα μάτια μου όταν ξύπνησα.
The cat rubbed against my leg.
Η γάτα τρίφτηκε στο πόδι μου.
There was a lot of friction and rubbing between the two surfaces.
Υπήρχε πολύ τριβή και τρίψιμο μεταξύ των δύο επιφανειών.
Γραμματική του Rub
Rub - Ρήμα (Verb) / Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form)
Λήμμα: rub
Κλίσεις
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): rub
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): rubbed
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): rubbing
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): rubs
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): rub
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): rub
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
rub περιέχει 1 συλλαβές: rub
Φωνητική μεταγραφή: ˈrəb
rub , ˈrəb (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Rub - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
rub: 700 - 800 (Εξαιρετικά Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.