Ερμηνευτικό λεξικό
Αγγλικά
Arrest
əˈrɛst
Πολύ Κοινό
~ 2100
~ 2100
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000. Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.
Arrest -
To take someone into custody by legal authority, typically for committing a crime.
Παράδειγμα: The police arrested the suspect for robbery.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: law enforcement, legal proceedings
Σημείωση: This is the most common meaning of 'arrest' and is used in official and legal contexts.
To stop or slow down the progress or development of something.
Παράδειγμα: The economic downturn arrested the company's growth.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: business, academic discussions
Σημείωση: This meaning is often used metaphorically to describe halting or impeding progress or development.
To attract someone's attention or interest strongly.
Παράδειγμα: The beautiful artwork arrested her attention.
Χρήση: formalΣυμφραζόμενα: art, literature
Σημείωση: This meaning is more figurative and is used to describe captivating or holding someone's attention.
Συνώνυμα του Arrest
detain
To detain means to keep someone in official custody, typically for questioning or investigation.
Παράδειγμα: The police detained the suspect for further questioning.
Σημείωση: Detain is often used in situations where someone is held temporarily, whereas arrest implies a more formal legal action.
apprehend
To apprehend means to catch or arrest a suspect or criminal.
Παράδειγμα: The authorities apprehended the fugitive after a long chase.
Σημείωση: Apprehend is more commonly used in law enforcement contexts and can imply a sense of capturing someone who is trying to evade capture.
seize
To seize means to take hold of suddenly and forcibly.
Παράδειγμα: The police seized the illegal drugs during the raid.
Σημείωση: Seize can be used in a broader sense to indicate taking possession of something, including goods, property, or even a person in the context of an arrest.
Εκφράσεις και συνήθεις φράσεις του Arrest
Under arrest
This phrase indicates that someone has been detained by law enforcement for a suspected crime.
Παράδειγμα: The suspect was placed under arrest for the robbery.
Σημείωση: This phrase specifies the legal action taken against someone suspected of committing a crime.
Arrest warrant
An official document issued by a judge authorizing the arrest of a specific individual.
Παράδειγμα: The police obtained an arrest warrant before apprehending the suspect.
Σημείωση: This phrase refers to the legal authorization required to arrest someone.
Arrest record
A documented history of a person's past arrests or detentions by law enforcement.
Παράδειγμα: Having an arrest record can affect your job prospects.
Σημείωση: This phrase refers to the official record of someone's past arrests.
Arresting officer
The law enforcement officer responsible for making an arrest.
Παράδειγμα: The arresting officer read the suspect their rights before taking them into custody.
Σημείωση: This phrase specifies the officer who carries out the arrest.
Arrested development
Refers to a lack of emotional or psychological growth beyond a certain point.
Παράδειγμα: His arrested development prevented him from taking on adult responsibilities.
Σημείωση: This phrase uses 'arrested' metaphorically to describe a lack of progress or development.
Arresting sight
Describes something visually striking or captivating.
Παράδειγμα: The sunset over the ocean was an arresting sight that left everyone in awe.
Σημείωση: This phrase uses 'arresting' to emphasize the impact or impression of something visually impressive.
Καθημερινές (αργκό) εκφράσεις του Arrest
Busted
To get caught by the police for committing a crime.
Παράδειγμα: I heard Jake got busted for shoplifting.
Σημείωση: This slang term emphasizes the suddenness of being caught, similar to being 'caught in the act.'
Collared
To be apprehended or caught by law enforcement.
Παράδειγμα: The authorities collared the suspect after a brief chase.
Σημείωση: This term refers to the action of putting a collar on an animal as a way to metaphorically show control or capture.
Pinched
To be arrested or detained by the police.
Παράδειγμα: She got pinched for driving under the influence.
Σημείωση: The term 'pinched' carries a connotation of being caught unexpectedly or snared, like getting pinched by someone unexpectedly.
Cuffed
To have handcuffs put on as a form of being arrested.
Παράδειγμα: The suspect was cuffed and taken to the police station.
Σημείωση: This slang term focuses on the action of handcuffing an individual during an arrest.
Nabbed
To capture or apprehend someone, usually by surprise or cunning.
Παράδειγμα: The police nabbed the thief as he tried to flee the scene.
Σημείωση: Nabbed implies a quick and efficient capture, often suggesting that the person caught was not expecting to be apprehended.
Hauled in
To bring someone in for police questioning or detainment.
Παράδειγμα: They hauled in the suspect for questioning at the station.
Σημείωση: The phrase suggests the physical act of bringing someone to a place, similar to hauling something heavy.
Locked up
To be placed in jail or detention following an arrest.
Παράδειγμα: After the altercation, he was locked up for the night.
Σημείωση: This slang term emphasizes being confined in a secure place or facility, highlighting the loss of freedom.
Arrest - Παραδείγματα
The police made an arrest in connection with the robbery.
He was placed under arrest for drunk driving.
The suspect tried to resist arrest.
Γραμματική του Arrest
Arrest - Ουσιαστικό (Noun) / Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass)
Λήμμα: arrest
Κλίσεις
Ουσιαστικό, πληθυντικός (Noun, plural): arrests, arrest
Ουσιαστικό, ενικός ή μαζικός (Noun, singular or mass): arrest
Ρήμα, παρελθοντικός χρόνος (Verb, past tense): arrested
Ρήμα, γερούνδιο ή μετοχή ενεστώτα (Verb, gerund or present participle): arresting
Ρήμα, γ' ενικό πρόσωπο ενεστώτα (Verb, 3rd person singular present): arrests
Ρήμα, βασική μορφή (Verb, base form): arrest
Ρήμα, ενεστώτας εκτός γ' ενικού προσώπου (Verb, non-3rd person singular present): arrest
Συλλαβές, Διαχωρισμός και Τονισμός
arrest περιέχει 2 συλλαβές: ar • rest
Φωνητική μεταγραφή: ə-ˈrest
ar rest , ə ˈrest (Η κόκκινη συλλαβή είναι τονισμένη)
Arrest - Σημασία και συχνότητα χρήσης
Ο δείκτης συχνότητας και σημασίας λέξεων δείχνει πόσο συχνά εμφανίζεται μια λέξη σε μια δεδομένη γλώσσα. Όσο μικρότερος είναι ο αριθμός, τόσο πιο συχνά χρησιμοποιείται η λέξη. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κυμαίνονται συνήθως από περίπου 1 έως 4000.
arrest: ~ 2100 (Πολύ Κοινό).
Αυτός ο δείκτης σημασίας σας βοηθά να επικεντρωθείτε στις πιο χρήσιμες λέξεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκμάθησης γλώσσας.