Словарь
Английский - Греческий
Material
Υλικό, Πληροφορίες/Περιεχόμενο, Υλικός/Σωματικός, Υλικό (σχετικά με τη μελέτη ή τη δουλειά)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Air
Αέρας, ατμόσφαιρα, άερας, αεροπορική σύνδεση, αέρας της εποχής
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Wife
Γυναίκα (gynaíka), σύζυγος (syzygos), γυναίκα του (gynaíka tou)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Apply
Εφαρμόζω (efarmózo), υποβάλλω αίτηση (ypovállo aítisi), σχετίζω (schetízo), κάνω χρήση (káno chrísi)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Raise
Υψώνω (ypsóno), αυξάνω (afksáno), αναθρέφω (anathréfo), δημιουργώ (dimiourgó), υποβάλλω (ypovállo)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Relationship
Σχέση, σχέση (ρομαντική), σχέση (επαγγελματική), σχέση (σύνδεση)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Hug
Αγκαλιά (agkalía), σφιχτή αγκαλιά (sfihtí agkalía), αγκαλιάζω (agkalízo), χαλαρή αγκαλιά (chalari agkalía)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
August
Αυστηρός (avstirós), σεβαστός (sevastós), Σεπτέμβριος (Septémvrios)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Everything
Όλα (óla), τα πάντα (ta pánta), όλα τα πράγματα (óla ta prágmata), όλα όσα (óla ósas)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Home
Σπίτι (spíti), κατοικία (katikía), πατρίδα (patrída), οικία (oikía), σπίτι (spíti) - metaphorical use
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Grow
Αναπτύσσω (anaptyssó), μεγαλώνω (megalóno), φυτρώνω (fytróno), αυξάνω (afxáno)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Tax
Φόρος, φορολογία, φορολογική επιβάρυνση, φορολογική δήλωση, φόρος εισοδήματος
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Worker
Εργάτης, υπάλληλος, εργαζόμενος, εργατικός, εργαζόμενος στον τομέα
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Nature
Φύση (fýsi), φυσική κατάσταση (fysikí katástasi), φυσική (fysikí), φυσικό περιβάλλον (fysikó periválon)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Necessary
Απαραίτητος, αναγκαίος, απαραίτητο στοιχείο, χρειάζεται
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Pound
Λίρα (lira), χτύπημα (chtypima), παλμός (palmos), κοντόχοντρος (kondochontros)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Gaze
Κοιτάζω (Koitázo), Στερεά κοιτάζω (Sterea koitázo), Ατενίζω (Atenízo), Ρίχνω μια ματιά (Ríchno mia matiá)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Bed
Κρεβάτι, κρεβάτι (σε νοσοκομείο), κρεβάτι (για ζώα), κρεβάτι (σε κήπο/φύτευση), κρεβάτι (σε μεταφορική έννοια)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Board
Πίνακας (pínakas), σανίδα (sanída), Διοικητικό συμβούλιο (Dioikitikó symvúlio), ταξίδι (taxídi), διατροφή (diatrofí)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
True
Αληθινός (alithinos), σωστός (sostos), πιστός (pistos), αληθής (alithis), ακριβής (akrivís)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Well
Καλά (kalá), καλώς (kalós), λοιπόν (loipón), έτσι (étsi), έχω καλά (écho kalá)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Latest
Πιο πρόσφατος, τελευταίος, πιο τελευταίος, πιο μοντέρνος
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600
Bear
Φέρνω (ferno), γεννώ (genno), αντέχω (antecho), υπομένω (ypomeno), μεταφέρω (metafeno)
Чрезвычайно Распространённый
500 - 600